Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Η Θεία Λειτουργία και το κίνημα των Νεοκατηχουμένων σύμφωνα με τη διδασκαλία του πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ’

Η Θεία Λειτουργία, Ψηφιδωτό, Βασιλική Αγίου Μάρκου, Βενετία


Το παρόν άρθρο του π. Manuel Nin, ιερομόναχου Βενεδικτίνου, αρχιμανδρίτη και διευθυντή του Ποντιφηκού Ελληνικού Κολλεγίου Ρώμης και έξοχου καθηγητή Λειτουργικής Θεολογίας, δημοσιεύτηκε στην καθημερινή εφημερίδα του Βατικανού LOsservatore Romano στις 15 Μαρτίου 2012 και αναφέρεται στην ομιλία που έδωσε ο πάπας στα μέλη του κινήματος των Νεοκατηχουμένων, αλλά αφορά όλη την καθολική Εκκλησία, σχετικά με τον τρόπο τέλεσης της Θείας Λειτουργίας. Οι υπογραμμίσεις είναι του ιστολογίου.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας (ειδικότερα ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, Ιωάννης Χρυσόστομος, Θεόδωρος Μοψουεστίας) στις κατηχήσεις τους, που κήρυτταν κυρίως κατά την διάρκεια της Τεσσαρακοστής, εισήγαγαν, έπαιρναν από το χέρι θα μπορούσαμε να πούμε, οδηγούσαν τους κατηχούμενους, δηλαδή όσους ετοιμάζονταν να λάβουν το βάπτισμα κατά την νύχτα του Πάσχα, να ανακαλύψουν και να απομνημονεύσουν την χριστιανική πίστη διαμέσου της ομολογίας πίστης, του Πιστεύω, και δίνοντάς τους ένα πρότυπο προσευχής, το Πάτερ Ημών.

Κατά την διάρκεια όλης της περιόδου της προετοιμασίας, εν αναμονή του βαπτίσματος, το οποίο, όπως όλα τα Μυστήρια, είναι ένα δώρο που λαμβάνεται μέσα στη μεγάλη Εκκλησία, στους κόλπους της που αναγεννούν, οι κατηχούμενοι μυούνταν στην πίστη, στην ακοή και κατανόηση του Λόγου του Θεού, και συμμετείχαν μόνο στο πρώτο μέρος της τέλεσης των ιερών Μυστηρίων.

Πράγματι, μετά το Ευαγγέλιο – και για αυτό έχουμε μαρτυρία ακόμα σήμερα στις ανατολικές λειτουργίες- ο διάκονος απέλυε τους κατηχούμενους, τους παρότρυνε να βγουν από το Ναό, βάζοντας τους κατά κάποιο τρόπο σε αναμονή, μια χαρούμενη αναμονή, της συμμετοχής στη μοναδική Θυσία του Χριστού, αυτήν που τελείται τη νύχτα του Πάσχα από τον επίσκοπο στη μεγάλη και μοναδική μητέρα Εκκλησία που μέσα από το βάπτισμα τους αναγεννούσε εν Χριστώ.

Εκείνη τη νύχτα οι κατηχούμενοι, γενόμενοι αποδεκτοί μέσα στην εκκλησία με το άσμα του αποστόλου Παύλου «όσοι εν Χριστώ εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε, αλληλούια», δεν αποκαλούνταν πλέον «κατηχούμενοι» αλλά νεόφυτοι, δηλαδή εισηγμένοι. Πού? Στο Χριστό, στη μοναδική και μεγάλη Εκκλησία. Και από εκείνη τη στιγμή συμμετείχαν πλήρως στα άγια μυστήρια του Σώματος και του Αίματος του Χριστού που ήταν-και είναι ακόμα- όχι ένα βήμα μέσα στην κατηχητική πορεία αλλά η πλήρωση της συμμετοχής όλων των χριστιανών πιστών στη ζωή του Χριστού στην Εκκλησία.

Στα βήματα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, των κατηχήσεων και των μυσταγωγιών τους, μπορούμε να τοποθετήσουμε την ομιλία του πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ’ στα μέλη του κινήματος των Νεοκατηχούμενων στις 20 Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους. Μια ακρόαση την οποία ο ίδιος ο Πάπας τοποθετεί μέσα στο σύνολο των ακροάσεων που δόθηκαν απ’αυτόν στους ιδρυτές και τα μέλη αυτής της εκκλησιαστικής πραγματικότητας.

Πρόκειται για ένα μάθημα λειτουργικής Θεολογίας έγκυρο και χρήσιμο για το κίνημα των Νεοκατηχουμένων και για όλη την Εκκλησία.

Ο πάπας από την αρχή υπογραμμίζει την αξία της ιεραποστολικής δράσης και ευαγγελισμού του κινήματος των Νεοκατηχουμένων, δράση που πρέπει να γίνεται πάντα – και ο Άγιος Πατέρας το επαναλαμβάνει μάλιστα δύο φορές- «σε κοινωνία με όλη την Εκκλησία και τον διάδοχο του Πέτρου», αναζητώντας «πάντα μια βαθιά κοινωνία με την αποστολική έδρα και τους ποιμένες των τοπικών Εκκλησιών στις οποίες έχετε ενταχθεί».

Θα λέγαμε ότι ο επίσκοπος Ρώμης δεν ξεχνάει ποτέ τον ρόλο του ως αρχή κοινωνίας με όλους τους ποιμένες της καθολικής Εκκλησίας: «η ενότητα και η αρμονία του εκκλησιαστικού σώματος είναι μια σημαντική μαρτυρία προς τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του μέσα στον κόσμο στον οποίο ζούμε».

Ο Βενέδικτος ΙΣΤ΄, ως καλός ποιμένας, επίσης, και δικαιολογημένα, δεν παραλείπει να καταδείξει την γενναιοδωρία και τον ιεραποστολικό ζήλο του κινήματος των Νεοκατηχούμενων – όπως επίσης και τις δυσκολίες που συναντά στο ευαγγελικό του έργο – και να ενθαρρύνει τα μέλη του, ιερείς, λαϊκούς, ολόκληρες οικογένειες  να συνεχίσουν με ζήλο να αναγγέλλουν παντού, ακόμα και σε μακρινά μέρη από τον χριστιανισμό, το Ευαγγέλιο, πάντα μέσα στην αγάπη προς το Χριστό και την Εκκλησία.

Μετά τα εισαγωγικά λόγια, ο Πάπας εξηγεί το νόημα της έγκρισης για το κίνημα των Νεοκατηχουμένων, εκείνων των ακολουθιών «που δεν είναι στενά λειτουργικές, αλλά αποτελούν μέρος της πορείας της αύξησης της πίστης».  Ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ υπενθυμίζει στο κίνημα των Νεοκατηχουμένων και σε ολόκληρη την Εκκλησία ότι οι Λειτουργικές ακολουθίες, είναι εκείνες που εγκρίθηκαν από την Εκκλησία, μέσα από τα διάφορα κείμενα της Διδασκαλίας του επισκόπου Ρώμης ή των διάφορων Οικουμενικών Συνόδων που έθεσαν κανόνες και ενέκριναν την Θεία Λειτουργία της Εκκλησίας. Ο πάπας τονίζει πως η έγκριση των ακολουθιών που περιέχονται στον «Κατηχητικό οδηγό του κινήματος των Νεοκατηχουμένων» θα πρέπει να εννοηθεί ως στενότατα συνδεδεμένη με το « sensus Ecclesiae» και σε συντονία με τις ανάγκες της ανέγερσης του «Corpus Ecclesiae». Για ακόμα μια φορά, κατά την διάρκεια της αρχιερατείας του Βενέδικτου ΙΣΤ΄, βλέπουμε τον Πέτρο ως θεμέλιο κοινωνίας και ενότητας στην Εκκλησία.

Ό,τι ειπώθηκε σχετικά με τον ρόλο και την δέσμευση της αναγγελίας του Ευαγγελίου εκ μέρους του κινήματος των Νεοκατηχουμένων και σχετικά με την έγκριση των ακολουθιών που δεν είναι στενά λειτουργικές και προβλέπονται από τον «Κατηχητικό Οδηγό», προσφέρει επίσης την ευκαιρία στον Βενέδικτο ΙΣΤ’ να μιλήσει για την αξία της Θείας Λειτουργίας, δηλαδή εκείνης της πραγματικότητας της εκκλησιαστικής ζωής που επακριβώς δεν έχει καμία ανάγκη ειδικής έγκρισης επειδή έχει ήδη εξεταστεί, εγκριθεί και κανονιστεί από την αποστολική έδρα και από την ίδια την Β΄Οικουμενική Σύνοδο του Βατικανού. Ο πάπας δεν φιλοδοξεί να «εξηγήσει» τί είναι η Θεία Λειτουργία, αλλά επιθυμεί να τονίσει την «αξία», δηλαδή, οτι έχει ένα κεντρικό ρόλο και στη ζωή της Εκκλησίας και κάθε χριστιανού.

Θέλοντας να καθορίσει σαφείς αρχές στον συλλογισμό του, ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ ξεκινά τον προβληματισμό του με το άρθρο 7 της Συνοδικής Διάταξης «Sacrosanctum Concilium»: η Θεία Λειτουργία αποτελεί «έργο του Χριστού Ιερέα και του σώματός του που είναι η Εκκλησία». Τοποθετεί στο κέντρο της κατήχησής του το Λειτουργικό έτος το οποίο όχι μόνο κάνει ανάμνηση αλλά εορτάζει, καθιστά παρών και επίκαιρο με μια αληθινά επικλητική δύναμη ολόκληρο το μυστήριο του Χριστού για την Εκκλησία και μέσα στην Εκκλησία. «Το πάθος, ο θάνατος και η ανάσταση του Ιησού δεν αποτελούν μόνο ιστορικά γεγονότα, φτάνουν και διεισδύουν μεν την ιστορία, αλλά την ξεπερνούν και παραμένουν πάντα παρόντες στην καρδιά του Χριστού. Στην λειτουργική πράξη της Εκκλησίας υπάρχει η ενεργή παρουσία του Αναστημένου Χριστού που καθιστά παρόν και αποτελεσματικό για εμάς σήμερα το ίδιο πασχαλινό μυστήριο». Η Εκκλησία, λοιπόν, τελώντας το μυστήριο του Χριστού, γίνεται το σώμα του. Και ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ στηρίζει τον συλλογισμό του αναφέροντας τον ιερό Αυγουστίνο: «αυτό το έργο του Κυρίου Ιησού, που είναι το αληθινό περιεχόμενο της Θείας Λειτουργίας, είναι επίσης έργο της Εκκλησίας, η οποία, όντας σώμα του, είναι μια ενιαία οντότητα με το Χριστό: Christus totus caput et corpus».

Πιστός στην κατηχητική και μυσταγωγική παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας, ο πάπας Βενέδικτος τοποθετεί την Ευχαριστία ως «κορυφή της χριστιανικής ζωής». Η Ευχαριστία είναι η πλήρη κοινωνία με το Χριστό διαμέσου του μυστηρίου του Σώματός του και του Αίματός του, και με την Εκκλησία, η οποία με την σειρά της είναι επίσης σώμα και φύλακας της.

Οι ανατολικές Εκκλησίες, πιστές στην αρχαία χριστιανική παράδοση, τελούν πάντα τα μυστήρια της μύησης και τα τρία μαζί: Βάπτισμα, Χρίσμα. Ευχαριστία. Άρα η κορύφωση της κατηχητικής πορείας που τελειώνει με το βάπτισμα την νύχτα του Πάσχα, είναι η συμμετοχή –στην πλήρη κοινωνία της Εκκλησίας- στα άγια και άχραντα Μυστήρια. Ο πάπας, αναφέροντας το καταστατικό  του κινήματος των Νεοκατηχουμένων, το οποίο βλέπει και την Ευχαριστία ως ένα είδος μετα-βαπτισματικής κατήχησης, τοποθετεί αυτή την ιδιαίτερη θεωρία της Ευχαριστίας κυρίως μέσα στα πλαίσια του «να διευκολύνει την επαναπροσέγγιση στον πλούτο της μυστηριακής ζωής από την πλευρά των ανθρώπων που απομακρύνθηκαν από την Εκκλησία, ή δεν έλαβαν μια κατάλληλη κατάρτιση».

Είναι σαν ο πάπας να θέλει κατά βάθος να επαναφέρει την Ευχαριστία από μια οπτική και από ένα πλαίσιο κατηχητικό προς εκείνο το συγκεκριμένο πλαίσιο της αληθινής και ιδιαίτερης μυσταγωγίας. Με αυτόν τον τρόπο προτίθεται να επαναφέρει και την Ευχαριστία όπως τελείται από το κίνημα των Νεοκατηχουμένων, ή από οποιαδήποτε άλλη ομάδα ή εκκλησιαστικό κίνημα, μέσα στο εκκλησιαστικό πλαίσιο, έξω από το οποίο η ίδια η τελετή των αχράντων μυστηρίων θα στερούταν του χριστολογικού και εκκλησιαστικού θεμελίου της: «κάθε τέλεση της Ευχαριστίας αποτελεί μια πράξη  του μοναδικού Χριστού μαζί με την μοναδική του Εκκλησία και για αυτό είναι ουσιαστικά ανοιχτή για όλους εκείνους που ανήκουν σε αυτή την Εκκλησία του. Αυτός ο δημόσιος χαρακτήρας της αγίας Ευχαριστίας εκφράζεται στο γεγονός ότι κάθε τέλεση της Θείας Λειτουργίας διευθύνεται τελικώς από τον επίσκοπο που είναι μέλος του συλλόγου των επισκόπων, υπεύθυνος για μια συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία».

Ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ για άλλη μια φορά δίνει έμφαση στον μοναδικό και αναντικατάστατο ρόλο του επισκόπου, ως φύλακα και λειτουργού της Εκκλησίας. Η Θεία Λειτουργία δεν ανήκει –ίσως διαμορφωμένη, τροποποιημένη, κατά τα γούστα του καθενός- σε κανέναν, είτε πρόκειται για πρόσωπα ή ομάδες ή κινήματα, αλλά ανήκει στην ίδια την Εκκλησία έχοντας ως εγγυητή εκείνον που μέσω της επίθεσης των χειρών δέχθηκε την πληρότητα της θείας χάρης και το δώρο του Αγίου Πνεύματος, για να βόσκει το ποίμνιο, για να είναι αυτός «που φυλάει από ψηλά» (αυτή είναι η αληθινή σημασία του όρου «επίσκοπος»).

Θα τολμούσα να πω ότι η Θεία Λειτουργία, σε οποιαδήποτε χριστιανική Εκκλησία σε Ανατολή και Δύση, πρέπει να γίνεται σεβαστή και αποδεκτή σχεδόν σαν τα τίμια Δώρα, τα οποία γίνονται δεκτά ως έχουν, ως δώρα, όχι σαν κάτι που ο καθένας παίρνει για τον εαυτό του ή εξυπηρετείται  σύμφωνα με τα δικά του γούστα και πρότυπα.

Κλείνοντας την ομιλία του, ο πάπας υπενθυμίζει στο κίνημα των Νεοκατηχουμένων – και σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας- την αναγκαία πιστότητα στα λειτουργικά βιβλία που αποτελούν το όργανο που ρυθμίζει τέλεση της Θείας Λειτουργίας, αποφεύγει κάθε αυθαιρεσία και υποκειμενικότητα και τα οποία κατά βάθος είναι στην υπηρεσία της εκκλησιαστικής κοινωνίας που είναι αποτέλεσμα της Θείας Λειτουργίας.

Η αναγκαία ενσωμάτωση στην πλήρη εκκλησιαστική ζωή υπογραμμίζεται ξανά από τον πάπα: «Παράλληλα, η προοδευτική ωρίμανση της πίστης του μεμονωμένου και της μικρής κοινότητας θα πρέπει να προωθήσει την ένταξή τους στη ζωή της μεγάλης εκκλησιαστικής κοινότητας, που βρίσκει στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας της ενορίας, στην οποία και για την οποία εφαρμόζεται το κίνημα των νεοκατηχουμένων, την κανονική της μορφή.

Τέλος, ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ επαναλαμβάνει  το καθοδηγητικό νήμα της όλης παρέμβασής του: «αλλά και κατά την διάρκεια της Πορείας των νεοκατηχουμένων είναι σημαντικό να μην χωρίζονται από την ενοριακή κοινότητα, ειδικά στην τέλεση της Ευχαριστίας που αποτελεί το αληθινό μέρος της ενότητας όλων, όπου ο Κύριος μας αγκαλιάζει στις διαφορετικές καταστάσεις της πνευματικής μας ωρίμανσης και μας ενώνει στον μοναδικό άρτο που μας κάνει ένα μοναδικό σώμα».

Η θεολογία, η θεία Λειτουργία, η εκκλησιαστική κοινωνία. Να τρία θέματα που βρίσκονται στην καρδιά του πάπα Βενέδικτου. Στο κείμενο της 20ης Ιανουαρίου τα αντιμετωπίζει ως θεολόγος? Ναι, αλλά πάνω από όλα ως μυσταγωγός που ξέρει να οδηγεί από το χέρι τους πιστούς στην αληθινή κατανόηση των μυστηρίων, μέσα την πλήρη κοινωνία με τον Χριστό, στην Εκκλησία.






Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Ανακοινωθέν του Γραφείου Τύπου της Ι.Συνόδου της Καθολικής Εκκλησίας Ελλάδος και η απάντηση του Άγιου Πειραιώς


 pressoffice



Αθήνα 23/4/2012

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
Ο Ι. Κλήρος, τα Μοναχικά Τάγματα και τα λαϊκά μέλη της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα  απορούμε για την αψυχολόγητη  ενέργεια του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ, ο οποίος προχώρησε «μετά πολλής θλίψεως και βαθυτάτου άλγους» σε μήνυση κατά του  Αρχιεπισκόπου των εν Αθήναις Καθολικών κ.κ. Νικολάου Φωσκόλου για προσηλυτισμό. Μαζί με τον Καθολικό Αρχιεπίσκοπο μηνύονται  από τον ίδιο Μητροπολίτη για παράβαση του άρθρου 13 του Συντάγματος και των μεταξικών Α.Ν. 1363/38 άρθ. 4 και 5 ως αντικατεστάθησαν από το άρθρο 2 του Α.Ν. 1672/1939, ο εφημέριος της Καθολικής Εκκλησίας του Πειραιά π. Ιωάννης Πάτσης και η καθολική μοναχή Αδ. Αλβέρτα Στεφάνου, Ηγουμένη της Μοναστικής Κοινότητας του Αγ. Ιωσήφ της Εμφανίσεως και Διευθύντρια τη Ελληνο - Γαλλικής Σχολής Jeanne d’ Arc στον Πειραιά.
Το ανακοινωθέν της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς ανέφερε χαρακτηριστικά: «Γνωστοποιούμε την ημετέρα ποινική έγκλησι που υπεβλήθη εις τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς κατά της Ρωμαιοκαθολικής παρασυναγωγής και της ανιέρου δράσεώς της. Αφιερώνουμε την εν λόγω έγκλησιν εις τους τραγικούς οικουμενιστάς συνοδοιπόρους του εκπεσόντος Ρωμαιοκαθολικισμού που δεν ορωδούν να συμφύρωνται και να συναγελάζωνται και να συνευδοκούν μετά των θεηλάτων απομειωτών της εις Χριστόν πίστεως και αληθείας». 
Το ιστορικό έχει ως εξής: Στον Πειραιά, ως γνωστόν, λειτουργεί από το 1859 η Ελληνο-Γαλλική Σχολή του Μοναχικού Τάγματος των Αδελφών του Αγίου Ιωσήφ της Εμφανίσεως, στο οποίο φοιτούν τόσο καθολικά όσο και ορθόδοξα παιδιά. Το κύρος της εν λόγω Σχολής, όπως και των περισσοτέρων Εκπαιδευτικών Καθολικών Ιδρυμάτων της Πρωτεύουσας είναι εγνωσμένο και γι’ αυτό κάθε χρόνο απευθύνονται σ’ αυτό  εκατοντάδες γονείς προς εγγραφή των παιδιών τους.
Με την έναρξη του περασμένου σχολικού έτους, όπως κάθε χρόνο, ο εφημέριος της Καθολικής Ενορίας Πειραιά τέλεσε τον αγιασμό στους μαθητές του Δημοτικού, ενώ αντίστοιχα ένας ορθόδοξος ιερωμένος τέλεσε τον αγιασμό για τα παιδιά του Γυμνασίου και του Λυκείου. Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Άγιο Πειραιώς, ο οποίος προσέφυγε στην Ελληνική Δικαιοσύνη και σήμερα η 1η Πταισματοδίκης Αθηνών καλεί τον Αρχιεπίσκοπο των εν Αθήναις Καθολικών  στις 26 Απριλίου 2012 για να λάβει γνώση της εις βάρους του μηνύσεως.
Να σημειωθεί πως ο τίτλος του Καθολικού Αρχιεπισκόπου είναι «Αρχιεπίσκοπος των εν Αθήναις Καθολικών» και όχι «Ρωμαιοκαθολικών» όπως εγγράφεται στην δικαστική κλήση ή «Επίσκοπος της Παπικής παρασυναγωγής» ή όλα τα άλλα ευφάνταστα που κατά καιρούς χρησιμοποιούνται από τον Άγιο Πειραιώς.
Λίγο καιρό αργότερα και συγκεκριμένα την Κυριακή της Ορθοδοξίας στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Πειραιώς, ο Σεβασμιώτατος κ. Σεραφείμ με τον στόμφο που τον διακρίνει, προχώρησε σε μία άνευ προηγουμένου εκδήλωση, αυτή του αναθεματισμού των εκπροσώπων των λοιπών χριστιανικών ομολογιών, καθώς και αυτών των Ισραηλιτών και των Μωαμεθανών. Κι έτσι μετά τον αναθεματισμό: «Τω κανονικώς ανυποστάτω και εκπεσόντι αιρεσιάρχη Πάπα και Πατριάρχη Παλαιάς Ρώμης Βενεδίκτω τω 16ω και τοις αυτώ κοινωνούσι, που «αποτελούν κατεγνωσμένους αιρετικούς» ο Άγιος Πειραιώς αναθεμάτισε: «τοις Μαρτίνω Λουθήρω, Ιωάννη Καλβίνω, Ουρλίχω Σβιγλίω και Ερρίκω τω 8ω δυσσεβή βασιλεί και τοις συν αυτοίς συγκροτήσασι τας αιρετικάς παραφυάδας της Διαμαρτυρήσεως», αλλά και «Τοις αρνουμένοις και καθυβρίζουσι την Παναγίαν, Ομοούσιον, Αδιαίρετον και Ζωοποιόν Τριάδαν, Ραβίνοις του Ιουδαϊσμού, Ισλαμισταίς ...».
Δεν θα θέλαμε η ελληνική κοινωνία να παρασυρθεί  σε επικίνδυνες ατραπούς και να οδηγηθεί  χρόνια πίσω σε εποχές που χαρακτηρίζονται από μισαλλοδοξία, άγνοια και θρησκευτικό φανατισμό.
Και αν ακόμη η Καθολική Εκκλησία, συνηθισμένη σε τέτοιου είδους ταπεινώσεις και αντιμετωπίσεις, μπορεί να ξεπεράσει  τέτοια θλιβερά φαινόμενα,  ας σκεφθεί κανείς σε τι περιπέτειες μπορεί να εμπλακεί η χώρα μας όταν ένας Μητροπολίτης προκαλεί με τέτοιο άκομψο, ανιστόρητο και αντιχριστιανικό τρόπο τους εκπροσώπους των Μουσουλμάνων και των Εβραίων. 
Μήπως ο Άγιος Πειραιώς, ανάμεσα στις πολύμορφες συγγραφικές του δραστηριότητες  έχει να διαθέσει και λίγο χρόνο  και να  σκεφτεί πιο χριστιανικά και με  κάποια νηφαλιότητα;

Αν και τα ΜΜΕ  σιώπησαν προκλητικά, όπως και πρόσωπα και θεσμοί που όφειλαν να υψώσουν κάποια φωνή διαμαρτυρίας, αποτελεί παρηγοριά η  Επιστολή της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, αλλά και θεολόγων όπως των σεβαστών κ.κ. Αριστείδη Πανώτη και Παναγιώτη Ανδριόπουλου, που κι αυτές πέρασαν, δυστυχώς, στα ψιλά των Μ.Μ.Ε.

Ποτέ δεν θελήσαμε να προκαλέσουμε ή να απαιτήσουμε κάτι που δεν μας ανήκει, αισθανόμαστε όμως την υποχρέωση να καταγγείλουμε στον Ελληνικό λαό και σε κάθε άνθρωπο καλής θέλησης τέτοιες συμπεριφορές, με μοναδικό μας στόχο να προλάβουμε τα χειρότερα που μπορεί να προκαλέσουν αυτού του είδους ξεπερασμένες νοοτροπίες,  ξεπερασμένα πνεύματα, ξεπερασμένες φυσιογνωμίες. 

Χριστός Ανέστη! 

και η απάντησις...


Τρίτη, 24 Απρίλιος 2012 13:26 Εκ της Ι.Μ. 

Ἡ δημοσιοποιηθεῖσα ἀνακοίνωσις τῆς «Ἱ. Συνόδου τῶν Καθολικῶν Ἐπισκό-πων» τῆς Ἑλλάδος ἀποτελεῖ κραυγαλέα ἀπόδειξη τῆς καταλυτικῆς δυνάμεως τῆς αἱρέσεως καί τῶν συνεπειῶν τῆς σχάσεως ἐκ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποδεικνύει ἐναργέστατα διά μίαν εἰσέτι φοράν τό πατερικόν γνωμικόν: «τό πίπτειν ἀνθρώπινον, τό μετανοεῖν θεῖον, τό ἐμμένειν σατανικόν!».

Ἡ αἵρεσις ὡς ἀλλοτρίωσις τῆς θεόθεν ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας ἐμπεριέχει τό στοιχεῖον τῆς ἐμμονῆς καί τῆς κακοτρόπου στρεβλώσεως αὐτῆς, μή ὀρρωδοῦσα πρό οὐδενός. Διά τοῦτο καί οἱ Θεοφόροι Πατέρες καί αἱ Ἅγιαι 9 Οἰκουμενικαί Σύνοδοι ἠγωνίσθησαν θεοειδῶς διά τήν κατάγνωσιν τῶν αἱρέσεων καί τήν μετάνοιαν τῶν αἱρετιζόντων.


Ἡ ἀνακοίνωσις τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν θρησκευτικῶς πρωτιστευόντων στοιχοῦσα στήν αἱρετική ψυχοσύνθεσιν τῶν συντακτῶν της, στρεβλώνει καί ἀποκρύπτει τά πράγματα μή φοβουμένη τόν παντεπόπτην καί Πανάγιον Θεόν καί μή ὑπολογίζουσα ὅτι ἐνώπιον τοῦ ἀδεκάστου Κριτοῦ θά ἀποδώσωμεν λόγον καί ὅτι οἱ πράξεις καί οἱ λόγοι μας θά εἶναι ἡ βάσις τῆς κρίσεώς μας. Ἐνώπιον Ἐκείνου δέν θά δυνάμεθα νά παραποιῶμε τήν ἀλήθεια καί νά τήν ἀποκρύπτωμε. Στήν ἀνακοίνωσι ἀποσιωπᾶται πλήρως τό γεγονός ὅτι ἀπέστειλα τρεῖς μήνας πρός τῆς ἐγκλήσεώς μου ἐνώπιον τῆς Δικαιοσύνης τήν ἐπισυναπτομένην «παρακλητικήν» ἐπιστολήν πρός τόν Ἐκλαμπρότατον Ἀρχιεπίσκοπον τῶν ἐν Ἀθήναις Ρωμαιοκαθολικῶν κ.κ. Νικόλαον Φώσκολον, εἰς τήν θρησκευτικήν δικαιοδοσίαν τοῦ ὁποίου ἀνήκουν καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί τοῦ Πειραιῶς καί τόν παρακαλοῦσα νά δεσμευθῆ ὅτι δέν θά ἐπαναληφθῆ εἰς τό μέλλον ἡ ἀπαράδεκτος προσηλυτιστική ἐνέργεια τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ «Ἐφημερίου» Πειραιῶς καί τῆς «Ἡγουμένης τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Μοναστικῆς Κοινότητος» τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ τῆς Ἐμφανίσεως καί Διευθυντρίας τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Σχολῆς “Jeanne d’ Arc” Πειραιῶς, διά τῆς τελέσεως «ἁγιαστικῆς πράξεως» εἰς τούς Ὀρθοδόξους μαθητάς τῆς εἰρημένης Σχολῆς, ἡ ὁποία καί ἔμεινεν εἰσέτι ἀναπάντητος. Ἑπομένως ἐξ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος προέκυψεν ἡ ἀμεταμέλητος ἐμμονή εἰς τήν διάπραξιν τῆς ἀπαραδέκτου ἐνεργείας των, ἡ ὁποία καί ὡδήγησεν στήν ὑπό τῶν Νόμων τοῦ Κράτους καί τῆς Ἐκπαιδεύσεως προβλεπομένην διαδικασίαν.

Αὐτό λοιπόν τό καθοριστικόν γεγονός τῆς ἐνεργείας μου ἀπεσιωπήθη καί ἀπεκρύβη καί ἐπιχειρεῖται νά ἐμφανισθῶ ὡς δῆθεν κακότροπος, φανατικός, μισαλλόδοξος καί μάλιστα ἐμφορούμενος ἀπό τήν «ξεπερασμένη» νοοτροπία τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι ἀποτελῶ «ξεπερασμένο πνεῦμα καί ξεπερασμένη φυσιογνωμία».

Βεβαίως οἱ «τίτλοι» αὐτοί πού μοῦ ἀποδίδονται ἀπό ἐκείνους πού ἐμμένουν στίς κακοδοξίες πού ἐνδεικτικῶς σταχυολογοῦνται ἐκ τοῦ ἐπισήμου ἐγχειριδίου Δογματικῆς τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, «Κατήχηση Καθολικῆς Ἐκκλησίας», Ἀθήνα 1996, ἐκδ. Κάκτος & Libreria Editrice Vaticana :
σελ. 31 / §36 (Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ)
σελ. 46 / §45-46 (Τό ἔγκυρο διδακτικό σῶμα)
σελ. 91-93 / §245-248 (Filioque)
σελ. 96 / §258-259 (Σύγχυσις οὐσίας-ἐνεργειῶν)
σελ. 163 / §491-492 (Ἀμόλυντη σύλληψις)
σελ. 292 / §881-887 (Ὁ σύλλογος τῶν Ἐπισκόπων καί ὁ ἀρχηγός του ὁ Πάπας)
σελ. 295 / §891 (Παπικόν ἀλάθητον)
σελ. 206 / §616-617 (Ἱκανοποίηση θ. δικαιοσύνης)
σελ. 311 / §956 (Ἀξιομισθίαι ἁγίων)
σελ. 332 / §1030-1032 (Καθαρτήριον)
σελ. 376 / §1163 (Ἀξιομισθίαι Κυρίου)
σελ. 422 / §1334 (Ἄζυμα)
σελ. 464-466 / §1471-1479 (Λυσίποινα)
σελ. 569 / §1850 (Ἡ ἁμαρτία ὡς προσβολή τοῦ Θεοῦ)
ἀποτελοῦν γιά ἐμένα τίτλους τιμῆς διά τούς ὁποίους ἐκείνοι θά ἀποδώσουν λόγον ἐνώπιον τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας Κυρίου ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως διότι ἠλλοίωσαν, διέστρεψαν, ἐστρέβλωσαν τό δόγμα, τό πολίτευμα καί τό ἦθος τῆς Ἀδιαιρέτου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καί ἐμμένουν ἀμεταμελήτως καί σατανικῶς σέ αὐτό. Παρ’ ὅτι ἡ ἀναφερομένη ἐπιστολή μου πρός τόν Ἐκλαμπρότατον κ. Φώσκολον ἔχει δημοσιοποιηθεῖ πρός ἐμπέδωσιν τήν ἐπανακοινοποιῶ κατωτέρω:

«ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

᾿Αριθμ. Πρωτ. 910                                             Ἐν Πειραιεῖ τῇ 27ῃ Σεπτεμβρίου 2011
Πρός Τόν
Ἐκλαμπρότατον
Κύριον κ. Νικόλαον Φώσκολον
Ἀρχιεπίσκοπον
τῶν ἐν Ἀθήναις Ρωμαιοκαθολικῶν
Ὁμήρου 9
106 72  ΑΘΗΝΑΙ


Ἐκλαμπρότατε,
Μετά πολλῆς συνοχῆς καρδίας εὑρισκόμεθα εἰς τήν ἀνάγκην νά ὀχλήσωμεν Ὑμᾶς, διά θέμα ἁπτόμενον τῆς ποιμαντικῆς ἡμῶν εὐθύνης καί τῆς ἐνώπιον τοῦ πανακηράτου καί αἰωνίου Θεοῦ δοθείσης φρικτῆς ὁρκοδοσίας ἡμῶν διά τήν ἐπακριβῆ τήρησιν τῶν ὑπό τοῦ Παναγίου καί Ζωαρχικοῦ Πνεύματος τεθεσπεισμένων Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων τῆς ἀδιαιρέτου καί ἀκαινοτομήτου Ὀρθοδόξου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ἀναφερόμεθα διά τοῦ παρόντος εἰς τό ἐντός τῆς ἡμετέρας Κανονικῆς δικαιοδοσίας λειτουργοῦν ἐκπαιδευτήριον τοῦ Ὑμετέρου μοναχικοῦ τάγματος τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ τῆς ἐμφανίσεως ὑπό τήν ἐπωνυμίαν «Jeanne d’ Arc» εἰς τό ὁποῖον φοιτοῦν τέκνα Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν γονέων καί ὑποβάλλομεν Ὑμῖν τήν ἔντονον ἡμετέραν διαμαρτυρίαν διότι κατά τήν ἔναρξιν τοῦ εἰρημένου σχολείου τῆς πρωτοβαθμίου ἐκπαιδεύσεως τελεῖται ὁ καθιερωμένος ἁγιασμός διά τήν εὐλογίαν τῆς νέας σχολικῆς περιόδου ὑπό τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Ἐφημερίου Πειραιῶς κ. Ἰωάννου Πάτση, καί διά τούς ὀρθοδόξους μαθητάς, γεγονός πού ἀπάδει εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν καί ποιμαντικήν τῆς Ἐκκλησίας διότι ἀμβλύνει τήν ὀρθόδοξον αὐτοσυνειδησίαν τῶν μικρῶν εὐπλάστων μαθητῶν, ἐπιφέρει μίαν συγκρητιστικήν οἰκουμενιστικήν ἀντίληψιν καί ἐμπίπτει εἰς τάς περί προσηλυτισμοῦ διατάξεις τοῦ δικαιϊκοῦ ἐν Ἑλλάδι συστήματος. Διεμαρτυρήθην καθηκόντως, διά τό γεγονός εἰς τήν Ἡγουμένην τοῦ Ὑμετέρου Μοναχικοῦ Τάγματος ἀδ. Ἀλβέρταν, ἥτις καί μοῦ ἐπεβεβαίωσεν τό γεγονός καί ἐδήλωσεν ὅτι θά θέσῃ τήν ἡμετέραν Κανονικήν διαμαρτυρίαν ὑπ’ ὄψιν τῆς Ὑμετέρας Ἐκλαμπρότητος. Ἐπειδή εἰλικρινῶς δέν ἐπιθυμῶ νά καταφύγω εἰς τήν ποινικήν διαδικασίαν διά τήν ἀντιμετώπισιν τοῦ ἐξόχως σοβαροῦ αὐτοῦ θέματος, πού θά ἠδύνατο νά ἀντιμετωπισθῇ εὐχερῶς μέ τήν τέλεσιν κεχωρισμένως διά τούς ὀρθοδόξους καί ρωμαιοκαθολικούς μαθητάς τῆς τελετῆς τοῦ ἁγιασμοῦ ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ, ἐκτιμῶν τήν Ὑμετέραν Ἐκλαμπρότητα καί τήν Ὑμετέραν θρησκευτικήν κοινωνίαν ὡς Ἕλληνας συμπολίτας, παρακαλῶ ὅπως ἐγγράφως διαβεβαιώσητε ὅτι δέν θά ἐπαναληφθῇ εἰς τό μέλλον, τηρουμένης ἐπ’ ἀκριβῶς τῆς ὀρθοδόξου κανονικῆς τάξεως, τῶν ὑπό τοῦ Συντάγματος καί τοῦ Νόμου προβλεπομένων καί τῶν ἰσχυόντων παρ’ ἡμῖν θείων καί ἱερῶν Κανόνων, οἵτινες σαφῶς καί πλήρως ἀπαγορεύουν τήν ὑπό μελῶν τῆς Ἀδιαιρέτου Ὀρθοδόξου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἀποδοχήν ἀκοινωνήτου προσώπου ὡς Κληρικοῦ, ὡς καί τήν συμμετοχήν εἰς συμπροσευχάς μετά προσώπων μεθ’ ὧν δέν ὑφίσταται ἐκκλησιαστική κοινωνία, οὔτε ταυτότης ἐν τῇ πίστει. Τυγχάνει ἀσφαλῶς ἐγνωσμένη εἰς Ὑμᾶς ἡ ἡμετέρα πίστις διά τήν Ὑμετέραν θρησκευτικήν κοινωνίαν, ἐρειδομένη ἐπί τῆς κοινῆς μεθ’ Ὑμῶν χιλιετοῦς πορείας, καί τῶν ὑπό τῶν Ἁγίων ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, ἥστινος ἱστορική καί ἀκαινοτόμητος συνέχεια ἀποτελεῖ ἡ καθ’ ἡμᾶς ἁγιωτάτη Ἐκκλησία καί τῶν θεοκηρύκων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων Αὑτῆς, διακελευομένων καί ἑπομένως αἱ τυχόν προσωπικαί πτώσεις πρωτιστευόντων διακόνων τοῦ εὐχαριστιακοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, δι’ ἅς θά ἀποδώσουν φρικτόν λόγον ἐνώπιον τοῦ Δομήτορος Αὐτῆς Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐντός τοῦ δαιμονικοῦ κλίματος τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οὐδόλως δεσμεύουν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ οὔτε δύνανται νά ἀποτελέσουν πρόσχημα διά τήν ἀπομείωσιν τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας. Ἀναμένων τήν Ὑμετέραν διαβεβαίωσιν διατελῶ μετά πλείστης τιμῆς,» 

Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Η τέλεση της πρώτης Ανάστασης ανήμερα το Πάσχα



Αυτό που οι καθολικοί τελούν το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου αντιστοιχεί με την Πρώτη Ανάσταση που τελούν οι ορθόδοξοι το πρωί της ίδιας μέρας. Πράγματι, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 η ακολουθία αυτή (ευλογία του φωτός, αγρυπνία με 12 αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης, Μεγάλος Αγιασμός των υδάτων, Βάπτιση των κατηχουμένων –πανάρχαια παράδοση που θέλει τους κατηχουμένους να βαπτίζονται Μεγάλο Σάββατο -και Θεία Λειτουργία στην οποία διαβαζόταν το Μτ 28,1-7 όπου βρέθηκε ο τάφος κενός) τελούνταν το Μεγάλο Σάββατο πρωί, μέχρι το μεσημέρι, και στο τέλος της Θείας Λειτουργίας ακολουθούσε ο σύντομος εσπερινός του Μεγάλου Σαββάτου, σε αντιστοιχία με τον εσπερινό και τη Θεία Λειτουργία του Βασιλείου του Μεγάλου που τελούν οι ορθόδοξοι. Άλλωστε και στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων η τελετή του Αγίου Φωτός τελείται Μεγάλο Σάββατο πρωί.

Για τους καθολικούς στην Ελλάδα, η τέλεση της συγκεκριμένης ακολουθίας τα μεσάνυχτα του Σαββάτου και η εισαγωγή του "Χριστός Ανέστη" στη συγκεκριμένη Λειτουργία ως εισοδικύ είναι παντελώς ατυχής, και μάλιστα πριν διαβαστεί το Αναστάσιμο Ευαγγέλιο όπως πολύ σωστά κάνουν οι ορθόδοξοι. Εδώ, ο καθολικός ιερέας, ως άλλο μέντιουμ, ξαφνικά, τα μεσάνυχτα, από το πουθενά, αναφωνεί «Αδέλφια, Χριστός ανέστη!».

Ατυχής είναι πάντα για εμάς τους καθολικούς και η τέλεση της Θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου…τα μεσάνυχτα, όπου πλέον είναι Κυριακή του Πάσχα! Αν θέλαμε να είμαστε liturgically correct μέσα στα πλαίσια μιας υγιούς incultaration, η αναστάσιμη Ακολουθία θα μπορούσε να ξεκινήσει με τον Όρθρο όπου στο μοναστικό τυπικό διαβάζεται η αναστάσιμη ευαγγελική περικοπή (γύρω στις 12) και εκεί επιτέλους να ψαλθεί  το Χριστός Ανέστη και να συνεχιστεί ο όρθρος και στη συνέχεια η Θεία Λειτουργία της Κυριακής του Πάσχα.  ‘Άλλωστε οι καθολικοί παντού, τελούν πλέον τη συγκεκριμένη ακολουθία όχι πια πρωί  ούτε και μεσάνυχτα αλλά Μεγάλο Σάββατο εσπέρας, μετά την δύση του Ηλίου αν και αυτό πάλι σηκώνει συζήτηση. Πιστεύω προσωπικά ότι η λειτουργική μεταρρύθμιση δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα και ήδη αρχίζει και παίρνει πίσω άρον άρον αρκετά μαργαριτάρια.
Αυτές, ναι και είναι από εκείνες τις καινοτομίες που τόσο πολύ λατρεύουν να μας τις χτυπάνε οι ορθόδοξοι.

Από την άλλη,  δεν καταλαβαίνω αυτή την εμμονή να είμαστε με το ρολόι στο χέρι μέχρι να πάει μεσάνυχτα, την ώρα που βγαίνουν οι βρικόλακες. Από όσο ξέρω, στην Ελλάδα σε πολλές περιοχές αν όχι σε όλες, μέχρι πριν 50 χρόνια, η αναστάσιμη ακολουθία ξεκίναγε τα άγρια χαράματα της Κυριακής του Πάσχα (2,30-3,00 το πρωί) και ολοκληρωνόταν πριν την ανατολή του Ηλίου.

Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Unicef: 439.000 παιδιά ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας στην Ελλάδα

 
Σε 439.000 υπολογίζονται τα παιδιά που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας με το ποσοστό της παιδικής φτώχειας να ανέρχεται στο 23% στην Ελλάδα ενώ αντίστοιχα για το σύνολο της Ευρώπης είναι 20,5%.

Τα στοιχεία αυτά καταγράφονται στην έκθεση της UNICEF για την «Κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα 2012».
Σύμφωνα με την έκθεση, τα παιδιά στην Ελλάδα, σήμερα, αποτελούν μια ηλικιακή μειονότητα σε ένα πληθυσμό που διαρκώς γερνάει.
Ο πληθυσμός των παιδιών στην Ελλάδα μειώθηκε από 32% του συνολικού πληθυσμού το 1961 σε 19% το 2001 και 17,4% το 2011 σύμφωνα με εκτιμήσεις. Τα νοικοκυριά στην Ελλάδα από το 1960 και μετά συρρικνώθηκαν κατά ένα μέλος, από 3,78 το 1961 σε 2,65 μέλη ανά νοικοκυριό το 2009, ενώ μεταξύ 1991 και 2001 το ποσοστό των νοικοκυριών χωρίς παιδιά κάτω των 15 ετών αυξήθηκε κατά 27,5%.

Από την έκθεση προκύπτει, επίσης, ότι:
Τα μονογονεϊκά νοικοκυριά επηρεάζονται περισσότερο από την φτώχεια.
Το ποσοστό της παιδικής φτώχειας στην Ελλάδα είναι 23% ενώ αντίστοιχα για το σύνολο της Ευρώπης είναι 20,5%. Στην χαμηλότερη θέση είναι η Βουλγαρία με 26,8% και στην καλύτερη θέση η Δανία με 10,9% (Eurostat, 2010).
Οι ανήλικοι κάτω από το όριο της φτώχειας στην Ελλάδα υπολογίζονται σε 439.000 (Eurostat, 2010).
Φτωχά νοικοκυριά είναι το 20,1% του συνόλου. Το 33,4% των φτωχών νοικοκυριών είναι μονογονεϊκά.
Το 2010 το 28,7% των νοικοκυριών με παιδιά βρισκόντουσαν σε φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό. Ιδιαίτερα στα νοικοκυριά με παιδιά 12-17 ετών το ποσοστό εκτινάσσεται στο 34,7% (Eurostat).
Όσον αφορά στην παιδική εργασία, και με βάση στοιχεία του Συνηγόρου του Πολίτη, υπολογίζεται ότι οι ανήλικοι εργαζόμενοι στην Ελλάδα ξεπερνούν τις 100.000.

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Βενετία: τάφος του Ευαγγελιστή Μάρκου ή του Μεγάλου Αλεξάνδρου?


Μακεδονικά σύμβολα στην κρύπτη του Αγίου Μάρκου στη Βενετία


Ο Μέγας Αλέξανδρος, οι πρώτοι Χριστιανοί, η Καθολική εκκλησία και μια γνωστή κρύπτη με ένα κρυμμένο μυστικό. Μπορεί ο παρακάτω συσχετισμός ιστορικών γεγονότων και εικασιών να είναι πραγματικός;

Ο Μέγας Αλέξανδρος, ο μεγάλος αυτός αρχαίος Έλληνας στρατηλάτης, είναι σίγουρα μια από τις πιο γνώριμες προσωπικότητες της αρχαιότητας. Στην Ελλάδα είναι γνωστός ως ο άνθρωπος που ένωσε τα διάφορα ελληνικά φύλα και μέσα από τις κατακτήσεις του μετέδωσε τον ελληνικό πολιτισμό σε ένα μεγάλο τμήμα του τότε γνωστού κόσμου. Στην Περσία είναι γνωστός ως ο μεγάλος αντίπαλος. Σε χώρες από όπου πέρασε ή και δεν πέρασε λένε ιστορίες και θρύλους γι’ αυτόν. Στα βάθη της κεντρικής Ασίας υπάρχουν φυλές που ακόμη και σήμερα θεωρούν εαυτούς απόγονους του Αλέξανδρου και των στρατιωτών του. Σε όλους αυτούς του θρύλους και τις ιστορίες σχετικά με τον Αλέξανδρο ήρθε πρόσφατα να προστεθεί και μια ακόμη. Ο Βρετανός μελετητής Andrew Chugg υποστηρίζει πως έχει εντοπίσει τη σορό του Αλέξανδρου. Η περιγραφή των γεγονότων που εξιστορεί από την μια φαίνονται να ακολουθούν κάποια λογική, από την άλλη μοιάζουν με παραμύθι. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Το 334 π.Χ. αφού ο Αλέξανδρος εδραίωσε την κυριαρχία του στην Ελλάδα, ξεκίνησε την εκστρατεία του ενάντια στην Περσική Αυτοκρατορία. Μετά από αλλεπάλληλες νίκες έφτασε στην Ινδία όπου νίκησε τον Πόρο στη μάχη του Υδάσπη το 326 π.Χ. Στόχος του ήταν να συνεχίσει τις εκστρατείες αλλά οι στρατιώτες του αρνήθηκαν. Ο Αλέξανδρος δέχτηκε και ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής. Αφού οργάνωσε την αυτοκρατορία σταμάτησε στη Βαβυλώνα και άρχισε να καταστρώνει σχέδια για την κατάκτηση της Αραβικής Χερσονήσου. Δεν πρόλαβε όμως να τα εκπληρώσει. Στις 10/11 Ιουνίου του 323 π.Χ., λίγες ημέρες πριν ξεκινήσει την νέα εκστρατεία του, πέθανε. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα από τι. Η πιο πιθανή εκδοχή είναι να πέθανε από ελονοσία. Λίγο πριν πεθάνει είχε οδηγήσει μια ανιχνευτική αποστολή σε παραποτάμους του Ευφράτη με ελώδεις περιοχές γεμάτες κουνούπια.

Το σώμα του Αλέξανδρου ταριχεύθηκε και φαίνεται πως σκοπός των υπασπιστών του, ή τελευταία του επιθυμία, ήταν να θαφτεί στη Μακεδονία ποτέ όπως δεν έφτασε εκεί. Με τον θάνατο του ξέσπασαν διαμάχες ανάμεσα στους αξιωματικούς του για την διαδοχή. Ο Πτολεμαίος, ένας από τους στενότερους φίλους του Αλέξανδρου, πήρε την Αίγυπτο και μαζί το σώμα του Αλέξανδρου το οποίο μετέφερε στην Μέμφιδα. Αργότερα, ο γιος του Πτολεμαίου, Πτολεμαίος Β’ έχτισε ένα ένδοξο μαυσωλείο στην Αλεξάνδρεια και μετέφερε την σορό του Αλέξανδρου εκεί.

Στην Αλεξάνδρεια η σορός έμεινε με βεβαιότητα για τους επόμενους περίπου έξι αιώνες και έγινε αντικείμενο μεγάλων τιμών. Φημισμένοι Ρωμαίοι όπως ο Πομπήιος, ο Ιούλιος Καίσαρας και ο Αύγουστος Καίσαρας επισκέφθηκαν το μαυσωλείο για να αποδώσουν τιμή στον μεγάλο στρατηλάτη. Όποιος επιφανής Ρωμαίος ή άλλος επισκεπτόταν την Αλεξάνδρεια, σχεδόν με βεβαιότητα πήγαινε και στο μαυσωλείο του Αλέξανδρου. Το 215 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Καρακάλα έκλεισε τον τάφο για το κοινό.

Τα ίχνη του μαυσωλείου γίνονται ισχνά προς το τέλους του 3ου αν και μια αναφορά του Πατριάρχη Γεώργιου που χρονολογείται στο 361 μ.Χ. φαίνεται να υπονοεί ότι το μαυσωλείο ήταν ακόμη ακέραιο. Το 365 μ.Χ. η Αλεξάνδρεια γνώρισε ένα μεγάλο σεισμό και το επακόλουθο τσουνάμι φαίνεται πως κατέστρεψε το μαυσωλείο. Προς το τέλος του αιώνα υπάρχει αναφορά ότι το σώμα του Αλέξανδρου ήταν ακόμη εκεί. Λίγο αργότερα όμως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι οι Αλεξάνδρειοι δεν γνώριζαν που βρίσκεται ο τάφος. Το ίδιο λέει και ο Θεοδώρητος λίγες δεκαετίες μετέπειτα. Μπορούμε λοιπόν να πούμε με αρκετή βεβαιότητα ότι η σορός του Αλέξανδρου χάθηκε γύρω στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ.

Τι απέγινε; Πολλοί νομίζουν ότι όταν η Αυτοκρατορία έγινε Χριστιανική, οι Χριστιανοί καταλήφθηκαν από καταστρεπτική μανία και κατέστρεψαν πάμπολλα έργα τέχνης, κτίρια κλπ. Γιατί όχι λοιπόν και το σώμα του Αλέξανδρου. Ο James Hannam όμως έχει αποδείξει με προσεκτική μελέτη των πηγών ότι τα περί καταστροφών από Χριστιανούς είναι ένας μεγάλος μύθος, δυστυχώς συχνά αναμασούμενος. Αν το σώμα λοιπόν δεν καταστράφηκε, τι απέγινε; Το πιθανότερο είναι ότι με την εδραίωση του Χριστιανισμού στην Αίγυπτο προσκυνήματα στον τάφο του Αλέξανδρου δεν θεωρούνταν πλέον πρέποντα και έτσι το σώμα του ίσως αποθηκεύτηκε σε κάποια κρύπτη μέσα ή κοντά στο κατεστραμμένο πλέον μαυσωλείο.

Η ιστορία θα μπορούσε να τελειώσει εδώ, όμως έχει και συνέχεια και μάλιστα εντυπωσιακή. Λίγο μετά την εξαφάνιση της σορού του Αλέξανδρου εμφανίζεται μια άλλη σορός, η σορός του Ευαγγελιστή Μάρκου. Είναι η εποχή που οι Χριστιανοί, σε συνέχιση αρχαίων παγανιστικών προτύπων, αρχίζουν να αποδίδουν τιμές σε λείψανα και σορούς αγίων ανθρώπων. Κάθε πόλη "έπρεπε" πλέον να έχει το λείψανο της και για την Αλεξάνδρεια το πιο κατάλληλο ήταν αυτό του Ευαγγελιστή Μάρκου, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εδραίωση των πρώτων Χριστιανικών εκκλησιών της πόλης. Υπήρχε όμως ένα διπλό πρόβλημα. Πρώτον, σύμφωνα με τις πλέον έγκυρες πηγές, ο Ευαγγελιστής Μάρκος μαρτύρησε στην Αλεξάνδρεια το 68 μ.Χ. και οι ειδωλολάτρες έκαψαν κατόπιν το σώμα του. Δεύτερον, ακόμη και αν δεν το είχαν κάψει είναι γνωστό ότι οι Χριστιανοί δεν ταρίχευαν τους νεκρούς. Οπότε λοιπόν η σορός του "Μάρκου" αποκλείεται να ήταν η πραγματική σορός του Ευαγγελιστή Μάρκου. Τότε λοιπόν ποιανού ήταν;

Η Αίγυπτος βέβαια δεν έχει έλλειψη από ταριχευμένα σώματα. Τις περισσότερες φορές όμως αυτά είναι καλά κρυμμένα σε τάφους και είναι απίθανο οι Χριστιανοί να άρχισαν τις συλήσεις τάφων για να βρουν μια σορό. Είναι πολύ πιθανότερο να βρήκαν τυχαία, ή εν γνώση την καλοδιατηρημένη σορό του Αλέξανδρου με το λευκό δέρμα και τα ξανθά μαλλιά και να την "βάφτισαν" Ευαγγελιστής Μάρκος. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποδειχθεί και παραμένει μια εικασία. Το σίγουρο είναι ότι η σορός του Αλέξανδρου χάνεται από την ιστορία στα τέλη του 4ου αιώνα και πολύ σύντομα εμφανίζεται η σορός του Ευαγγελιστή Μάρκου που δεν μπορεί να ήταν όμως του Ευαγγελιστή Μάρκου. Δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι, αλλά είναι πολύ πιθανό οι δυο σοροί να είναι στην πραγματικότητα μια, αυτή του Αλέξανδρου.

Η σορός του "Μάρκου" έμεινε στην Αλεξάνδρεια για περίπου 400 χρόνια. Το 827 μ.Χ. δυο έμποροι από την Βενετία μετέφεραν το σώμα στη Βενετία όπου και παραμένει μέχρι σήμερα σε μια κρύπτη στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου. Υπάρχει λοιπόν μια σοβαρή πιθανότητα η σορός στην κρύπτη της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου να είναι αυτή του Αλέξανδρου. Αν έχεις επισκεφθεί την Βενετία και την εκκλησία του Αγίου Μάρκου τότε ίσως να ήσουν σε απόσταση αναπνοής από τον μεγάλο αρχαίο στρατηλάτη χωρίς να το ξέρεις!

Υπάρχει τρόπος να μάθουμε αν αυτό το σενάριο αληθεύει; Ναι και όχι. Επιστημονικά, ναι. Μια προσεκτική μελέτη θα μπορούσε να επιβεβαίωση την ταυτότητα καθώς γνωρίζουμε για τραυματισμούς και άλλα χαρακτηριστικά του. Στην πραγματικότητα μάλλον όχι. Η Καθολική Εκκλησία αρνείται να δώσει άδεια για να γίνει μια τέτοια μελέτη με το σκεπτικό ότι η σορός είχε εξεταστεί οπτικά το 1815 και 1835 όχι βέβαια με σκοπό να γίνει πιθανή ταύτιση με τον Αλέξανδρο αλλά για άλλους λόγους. Το μυστήριο λοιπόν για το αν στην Βενετία υπάρχει η σορός του Αλέξανδρου ίσως παραμείνει μυστήριο για αρκετές δεκαετίες ακόμη.

Τον Νοέμβριο του 2009 το Ιταλικό περιοδικό FENIX , δημοσίευσε άρθρο της αρχαιολόγου Emanuella Karntarelli στο οποίο ζητά να γίνει έρευνα DNA στην σωρό του Αγίου Μάρκου στην Βασιλική του Αγίου στην Βενετία.


Στην πραγματικότητα  είναι η δεύτερη φορά που ζητείται κάτι τέτοιο . Την πρώτη φορά κατατέθηκε σχετικό αίτημα στην Καθολική εκκλησία το 2005 . Τότε ο επίσκοπος Έτορε Βίτο απάντησε στο αίτημα λέγοντας οτι το θέμα έχει ξεκαθαρισθεί και σε ικανοποιητικό βαθμό από το 1815 όταν τότε είχε γίνει έρευνα από τον Λεονάρντο Μανίν που δημοσίευσε διατριβή με τίτλο               '''' Ιστορικό μονόγραμμα που αφορά τη ζωή την επανατοποθέτηση και την επανακάλυψη του Ευαγγελιστή Αγίου Μάρκου προστάτη της Βενετίας.'''''


Αφορμή για αυτήν την έρευνα αποτελεί το σχέδιο που κοσμούσε το κουτί μέσα στο οποίο βρέθηκαν τα οστά του Ευαγγελιστή . Στο πάνω μέρος αυτού του κουτιού υπάρχει σύμβολο που θυμίζει έντονα το βασιλικό αστέρι της Μακεδονικής δυναστείας . 
Να υπενθυμίσουμε οτι για την μεταφορά των οστών ερίζουν αρκετές εκκλησίες με πρωτοστάτη την εκκλησία της Καππαδοκίας  η οποία θεωρεί τον Ευαγγελιστή Μάρκο ''δικό της'' καθώς θεωρεί πως τα οστά μεταφέρθηκαν από εκεί στην Βενετία μέσω κάποιων καραβανιών της αποστολής του Μάρκο Πόλο . Εξ ού και η τοποθέτηση μέσα σε κουτί με σύμβολο πεντάκτινο αστέρι που κοσμεί ( είναι αλήθεια ) πολλές από τις εκκλησίες της περιοχής ( όσες δεν έχουν καταστρέψει ακόμη τουλάχιστον οι Τούρκοι)  . Ακόμη συγκρατείστε οτι στην Καππαδοκία ονομάζουν τον Άγιο , αργυροχόο ( εξαιτίας της Αργυρής λάρνακας που φύλασσε τα οστά του )  ενώ στην Βενετία ο ΄Άγιος ονομάζεται και ασημένιος .

Πηγή 1 και 2

Η Αχειροποίητος, το αρχαίο λατρευτικό κέντρο της Εκκλησίας της Ρώμης


Η εικόνα του Χριστού Σωτήρα στη Ρώμη, γνωστή ως Αχειροποίητη

Οι περισσότεροι καθολικοί και όχι μόνο, πιστεύουν ότι το σημαντικότερο προσκύνημα στη Ρώμη είναι ο Άγιος Πέτρος στο Βατικανό και ότι αποτελεί την Μητρόπολη της αιώνιας πόλης. Κάνουν λάθος.

Ο Καθεδρικός Ναός της Ρώμης είναι η Πατριαρχική Αρχιβασιλική του Αγίου Ιωάννη στο Λατερανό, αφιερωμένη στο Χριστό Σωτήρα και στους Αγίους Ιωάννη Πρόδρομο και Ιωάννη Ευαγγελιστή. Κτίσθηκε στα χρόνια του Αγίου Κωνσταντίνου του Μεγάλου πριν την μεταφορά της πρωτεύουσας στη Νέα Ρώμη και είναι η μοναδική από τις πέντε Βασιλικές της Ρώμης στην οποία υπάρχει ο επισκοπικός Θρόνος του Πάπα. Σημειωτέον ότι στον Άγιο Πέτρο του Βατικανού δεν υπάρχει επισκοπικός θρόνος του πάπα Ρώμης.

Απέναντι από το μητροπολιτικό Ναό διασώζεται τμήμα από το παλαιό παπικό ανάκτορο στο οποίο διέμεναν οι πάπες μέχρι τον 14ο αιώνα. Στο εσωτερικό του υπάρχει το ιδιωτικό παρεκκλήσι των Παπών αφιερωμένο στον Άγιο Λαυρέντιο (Sanctus Laurentius in Palatio) γνωστό ως SANCTA SANCTORUM το οποίο ανάγεται στον 6ο αιώνα.

Η ονομασία SANCTA SANCTORUM (Άγια των Αγίων) αποτελεί αναφορά στον εσωτερικό χώρο του Ναού του Σολομώντα στα Ιεροσόλυμα όπου φυλασσόταν η κιβωτός της Διαθήκης και μόνο ο αρχιερέας μπορούσε να εισέλθει.
Πάνω από την είσοδο στην αψίδα υπάρχει η επιγραφή NON EST IN TOTO SANCTIOR ORBE LOCUS "Δεν υπάρχει ιερότερος τόπος σε όλο τον κόσμο". Στην κόγχη του παρεκκλησίου πάνω από την Αγία Τράπεζα υπάρχει μια προεικονομαχική εικόνα φτιαγμένη από κερί, γνωστή ως η Αχειροποίητη του Σωτήρα. Σύμφωνα με τον θρύλο ο άγιος Λουκάς ξεκίνησε να ζωγραφίζει την εικόνα και οι άγγελοι την ολοκλήρωσαν.
Το εσωτερικό του παπικού παρεκκλησίου

Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές η εικόνα ζωγραφίστηκε στη Ρώμη τον 5ο/6ο αιώνα ενώ κατά άλλους εστάλη ως δώρο από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο προς τον πάπα Ιωάννη Δ’ (640-642). Στο Παρεκκλήσιο τοποθετήθηκε από τον πάπα Γρηγόριο Β' το 730, όπου και παραμένει μέχρι τις μέρες μας.
Σήμερα, μόνο ελαφρά ίχνη παραμένουν από τα αρχικά υλικά της βαφής. Ο Χριστός απεικονίζεται ένθρονος ως Διδάσκαλος με φωτοστέφανο με σταυρό κρατώντας στο αριστερό χέρι το ρολό του Νόμου και ευλογώντας με το δεξί.
Η εικόνα υπέστη αρκετές αλλαγές και το πρόσωπο έλαβε τη σημερινή του μορφή όταν ο Πάπας Αλέξανδρος Γ’ (1159-1181) , τοποθέτησε πάνω από την αρχική μια καινούργια απεικόνιση ζωγραφισμένη σε μετάξι. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄(1189-1216) κάλυψε το υπόλοιπο της ιερής εικόνας με ανάγλυφο ασήμι,  ενώ άλλα διακοσμητικά στοιχεία που προστέθηκαν αργότερα άλλαξαν εντελώς την μορφή της εικόνας. Η εικόνα, καθαρίστηκε την δεκαετία του 1990 και αποκαταστάθηκε μερικώς. Οι θύρες με ανάγλυφο ασήμι που προστατεύουν την εικόνα, είναι του 15ου αιώνα. Το κουβούκλιο από μέταλλο και επιχρυσωμένο ξύλο, αντικατέστησε ένα παλαιότερο του Caradaossi (1452-1527), που χάθηκε κατά τη λεηλασία της Ρώμης από τους άγγλους το 1527.


Ήδη από την εποχή του Πάπα Σεργίου Α’ (687-701) υπάρχουν γραπτές αναφορές ότι η εικόνα περιφερόταν δημόσια κάθε χρόνο σε ορισμένες εορτές. Μάλιστα ο πάπας Στέφανος Β’ (752-757), σήκωσε την εικόνα στους ώμους του σε μια λιτάνευσή της με σκοπό να αντιμετωπίσει την απειλή εισβολής από τους Λομβαρδούς.


Κατά την διάρκεια του μεσαίωνα ο πάπας και οι επτά καρδινάλιοι επίσκοποι τελούσαν λειτουργίες στο παρεκκλήσιο και φιλούσαν ευλαβικά τα πόδια της εικόνας. Από τον ένατο αιώνα μάλιστα στην Εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ξεκινούσαν ταυτόχρονα δύο λιτανείες, η μια με την εικόνα του Σωτήρα από το Λατερανό και η άλλη με την εικόνα της Θεοτόκου “Salus Populi Romani” από τoν Ναό Santa Maria Maggiore και συναντιούνταν στο ενδιάμεσο του δρόμου που ενώνει τις δύο εκκλησίες.


Από τον 14ο αιώνα και μετά όταν το Λατερανό εγκαταλείφτηκε, η ευλάβεια προς την εικόνα έπεσε σε μερική λήθη. Πολλοί Ρωμαίοι όμως ακόμα και σήμερα τιμούν αυτή την εικόνα θεωρώντας την τελευταία ελπίδα σε καταστροφές και δύσκολες στιγμές της πόλης τους.

Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει και η Αγία Τράπεζα του παρεκκλησίου επειδή μέσα σε αυτήν φυλάσσονται τεμάχια λειψάνων όλων των πρωτομαρτύρων της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Μάλιστα παλαιότερα φυλάσσονταν και οι τίμιες κάρες των κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που μεταφέρθηκαν στο κουβούκλιο πάνω από την Αγία Τράπεζα στον Άγιο Ιωάννη το Λατερανό καθώς και η τιμία κάρα της αγίας Αγνής που μεταφέρθηκε στον ομώνυμο Ναό στην piazza Navona, τόπο του μαρτυρίου της (στάδιο του Διοκλητιανού) . Μέσα στην Αγία Τράπεζα υπήρχε επίσης τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου που έφερε η αγία Ελένη από τα Ιεροσόλυμα, επιστρέφοντας στη Ρώμη, στο παλάτι της που βρισκόταν δύο βήματα από το Λατερανό. Τεμάχια ανήκουν στους αγίους Αγαθή, Μαρκελλίνο, Φηλικίτη, Ταρκίσιο, Λαυρέντιο, Ιωάννη και Παύλο, Κοσμά και Δαμιανό κλπ. Υπάρχουν επίσης πέτρες και χώμα από τους Αγίους Τόπους που έφερναν οι προσκυνητές τους πρώτους αιώνες. Για αυτό ακριβώς το λόγο το παρεκκλήσιο δικαιολογημένα ονομάστηκε Άγια των Αγίων επειδή περιέχει ότι ιερότερο και πολυτιμότερο μπορεί να καυχηθεί η Πρεσβυτέρα Ρώμη. Αρκετές από τις λειψανοθήκες φέρουν ελληνικές επιγραφές μαρτυρώντας έτσι την εκτεταμένη χρήση της ελληνικής γλώσσας στην Ρωμαϊκή Θεία Λατρεία τους 6 πρώτους αιώνες. Μέρος των λειψάνων μεταφέρθηκαν στο Βατικανό το 1905.

Η πρόσφατη ανακαίνιση στα μέσα της δεκαετίας του 1990 έφερε στο φως μοναδικής ομορφιάς αγιογραφίες και ψηφιδωτά μιας άγνωστης ρωμαϊκής σχολής του 12ου αιώνα που φέρουν την υπογραφή του Cosmati. Μια επιγραφή με όμορφα λατινικά γράμματα μαρτυρεί ότι  MAGISTER COSMATUS FECIT HOC OPUS (ο άρχοντας Κοσμάτος έφτιαξε αυτό το έργο).
Το δάπεδο του Ναού αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα της εργασίας του Κοσμάτου. Στο θόλο του μικρού ναού μια αγιογραφία απεικονίζει τα τέσσερα σύμβολα των Ευαγγελιστών, έναν άγγελο, ένα λιοντάρι, ένα ταύρο και έναν αετό που ψέλνουν αδιάκοπα προς το Θεό.
Στους τοίχους βλέπουμε σκηνές από το μαρτύριο των αγίου Στεφάνου του Διακόνου και πρωτομάρτυρα της Εκκλησίας, το μαρτύριο των αγίων Πέτρου και Παύλου, Λαυρεντίου διακόνου και άλλων. Μαρτύρια που μετέτρεψαν τη Ρώμη σε ιερό τόπο.
Τέλος, ως αποκορύφωμα στο θόλο υπάρχει ένα πανέμορφο ψηφιδωτό με το Χριστό Παντοκράτορα μαζί με τους αγγέλους το οποίο είναι του 9ου αιώνα.
Το μαρτύριο του Αποστόλου Παύλου


Το μαρτύριο του Αποστόλου Πέτρου


τα σύμβολα των τεσσάρων ευαγγελιστών




Το μαρτύριο του Αγίου Λαυρεντίου


Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ γονατιστός ανάμεσα στους Αγίους Πέτρο και Παύλο προσφέρει στο Χριστό το παρεκκλήσιο
Ο Χριστός Παντοκράτωρ - 9ος αιώνας