Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Unicef: 439.000 παιδιά ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας στην Ελλάδα

 
Σε 439.000 υπολογίζονται τα παιδιά που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας με το ποσοστό της παιδικής φτώχειας να ανέρχεται στο 23% στην Ελλάδα ενώ αντίστοιχα για το σύνολο της Ευρώπης είναι 20,5%.

Τα στοιχεία αυτά καταγράφονται στην έκθεση της UNICEF για την «Κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα 2012».
Σύμφωνα με την έκθεση, τα παιδιά στην Ελλάδα, σήμερα, αποτελούν μια ηλικιακή μειονότητα σε ένα πληθυσμό που διαρκώς γερνάει.
Ο πληθυσμός των παιδιών στην Ελλάδα μειώθηκε από 32% του συνολικού πληθυσμού το 1961 σε 19% το 2001 και 17,4% το 2011 σύμφωνα με εκτιμήσεις. Τα νοικοκυριά στην Ελλάδα από το 1960 και μετά συρρικνώθηκαν κατά ένα μέλος, από 3,78 το 1961 σε 2,65 μέλη ανά νοικοκυριό το 2009, ενώ μεταξύ 1991 και 2001 το ποσοστό των νοικοκυριών χωρίς παιδιά κάτω των 15 ετών αυξήθηκε κατά 27,5%.

Από την έκθεση προκύπτει, επίσης, ότι:
Τα μονογονεϊκά νοικοκυριά επηρεάζονται περισσότερο από την φτώχεια.
Το ποσοστό της παιδικής φτώχειας στην Ελλάδα είναι 23% ενώ αντίστοιχα για το σύνολο της Ευρώπης είναι 20,5%. Στην χαμηλότερη θέση είναι η Βουλγαρία με 26,8% και στην καλύτερη θέση η Δανία με 10,9% (Eurostat, 2010).
Οι ανήλικοι κάτω από το όριο της φτώχειας στην Ελλάδα υπολογίζονται σε 439.000 (Eurostat, 2010).
Φτωχά νοικοκυριά είναι το 20,1% του συνόλου. Το 33,4% των φτωχών νοικοκυριών είναι μονογονεϊκά.
Το 2010 το 28,7% των νοικοκυριών με παιδιά βρισκόντουσαν σε φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό. Ιδιαίτερα στα νοικοκυριά με παιδιά 12-17 ετών το ποσοστό εκτινάσσεται στο 34,7% (Eurostat).
Όσον αφορά στην παιδική εργασία, και με βάση στοιχεία του Συνηγόρου του Πολίτη, υπολογίζεται ότι οι ανήλικοι εργαζόμενοι στην Ελλάδα ξεπερνούν τις 100.000.

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Βενετία: τάφος του Ευαγγελιστή Μάρκου ή του Μεγάλου Αλεξάνδρου?


Μακεδονικά σύμβολα στην κρύπτη του Αγίου Μάρκου στη Βενετία


Ο Μέγας Αλέξανδρος, οι πρώτοι Χριστιανοί, η Καθολική εκκλησία και μια γνωστή κρύπτη με ένα κρυμμένο μυστικό. Μπορεί ο παρακάτω συσχετισμός ιστορικών γεγονότων και εικασιών να είναι πραγματικός;

Ο Μέγας Αλέξανδρος, ο μεγάλος αυτός αρχαίος Έλληνας στρατηλάτης, είναι σίγουρα μια από τις πιο γνώριμες προσωπικότητες της αρχαιότητας. Στην Ελλάδα είναι γνωστός ως ο άνθρωπος που ένωσε τα διάφορα ελληνικά φύλα και μέσα από τις κατακτήσεις του μετέδωσε τον ελληνικό πολιτισμό σε ένα μεγάλο τμήμα του τότε γνωστού κόσμου. Στην Περσία είναι γνωστός ως ο μεγάλος αντίπαλος. Σε χώρες από όπου πέρασε ή και δεν πέρασε λένε ιστορίες και θρύλους γι’ αυτόν. Στα βάθη της κεντρικής Ασίας υπάρχουν φυλές που ακόμη και σήμερα θεωρούν εαυτούς απόγονους του Αλέξανδρου και των στρατιωτών του. Σε όλους αυτούς του θρύλους και τις ιστορίες σχετικά με τον Αλέξανδρο ήρθε πρόσφατα να προστεθεί και μια ακόμη. Ο Βρετανός μελετητής Andrew Chugg υποστηρίζει πως έχει εντοπίσει τη σορό του Αλέξανδρου. Η περιγραφή των γεγονότων που εξιστορεί από την μια φαίνονται να ακολουθούν κάποια λογική, από την άλλη μοιάζουν με παραμύθι. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Το 334 π.Χ. αφού ο Αλέξανδρος εδραίωσε την κυριαρχία του στην Ελλάδα, ξεκίνησε την εκστρατεία του ενάντια στην Περσική Αυτοκρατορία. Μετά από αλλεπάλληλες νίκες έφτασε στην Ινδία όπου νίκησε τον Πόρο στη μάχη του Υδάσπη το 326 π.Χ. Στόχος του ήταν να συνεχίσει τις εκστρατείες αλλά οι στρατιώτες του αρνήθηκαν. Ο Αλέξανδρος δέχτηκε και ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής. Αφού οργάνωσε την αυτοκρατορία σταμάτησε στη Βαβυλώνα και άρχισε να καταστρώνει σχέδια για την κατάκτηση της Αραβικής Χερσονήσου. Δεν πρόλαβε όμως να τα εκπληρώσει. Στις 10/11 Ιουνίου του 323 π.Χ., λίγες ημέρες πριν ξεκινήσει την νέα εκστρατεία του, πέθανε. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα από τι. Η πιο πιθανή εκδοχή είναι να πέθανε από ελονοσία. Λίγο πριν πεθάνει είχε οδηγήσει μια ανιχνευτική αποστολή σε παραποτάμους του Ευφράτη με ελώδεις περιοχές γεμάτες κουνούπια.

Το σώμα του Αλέξανδρου ταριχεύθηκε και φαίνεται πως σκοπός των υπασπιστών του, ή τελευταία του επιθυμία, ήταν να θαφτεί στη Μακεδονία ποτέ όπως δεν έφτασε εκεί. Με τον θάνατο του ξέσπασαν διαμάχες ανάμεσα στους αξιωματικούς του για την διαδοχή. Ο Πτολεμαίος, ένας από τους στενότερους φίλους του Αλέξανδρου, πήρε την Αίγυπτο και μαζί το σώμα του Αλέξανδρου το οποίο μετέφερε στην Μέμφιδα. Αργότερα, ο γιος του Πτολεμαίου, Πτολεμαίος Β’ έχτισε ένα ένδοξο μαυσωλείο στην Αλεξάνδρεια και μετέφερε την σορό του Αλέξανδρου εκεί.

Στην Αλεξάνδρεια η σορός έμεινε με βεβαιότητα για τους επόμενους περίπου έξι αιώνες και έγινε αντικείμενο μεγάλων τιμών. Φημισμένοι Ρωμαίοι όπως ο Πομπήιος, ο Ιούλιος Καίσαρας και ο Αύγουστος Καίσαρας επισκέφθηκαν το μαυσωλείο για να αποδώσουν τιμή στον μεγάλο στρατηλάτη. Όποιος επιφανής Ρωμαίος ή άλλος επισκεπτόταν την Αλεξάνδρεια, σχεδόν με βεβαιότητα πήγαινε και στο μαυσωλείο του Αλέξανδρου. Το 215 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Καρακάλα έκλεισε τον τάφο για το κοινό.

Τα ίχνη του μαυσωλείου γίνονται ισχνά προς το τέλους του 3ου αν και μια αναφορά του Πατριάρχη Γεώργιου που χρονολογείται στο 361 μ.Χ. φαίνεται να υπονοεί ότι το μαυσωλείο ήταν ακόμη ακέραιο. Το 365 μ.Χ. η Αλεξάνδρεια γνώρισε ένα μεγάλο σεισμό και το επακόλουθο τσουνάμι φαίνεται πως κατέστρεψε το μαυσωλείο. Προς το τέλος του αιώνα υπάρχει αναφορά ότι το σώμα του Αλέξανδρου ήταν ακόμη εκεί. Λίγο αργότερα όμως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι οι Αλεξάνδρειοι δεν γνώριζαν που βρίσκεται ο τάφος. Το ίδιο λέει και ο Θεοδώρητος λίγες δεκαετίες μετέπειτα. Μπορούμε λοιπόν να πούμε με αρκετή βεβαιότητα ότι η σορός του Αλέξανδρου χάθηκε γύρω στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ.

Τι απέγινε; Πολλοί νομίζουν ότι όταν η Αυτοκρατορία έγινε Χριστιανική, οι Χριστιανοί καταλήφθηκαν από καταστρεπτική μανία και κατέστρεψαν πάμπολλα έργα τέχνης, κτίρια κλπ. Γιατί όχι λοιπόν και το σώμα του Αλέξανδρου. Ο James Hannam όμως έχει αποδείξει με προσεκτική μελέτη των πηγών ότι τα περί καταστροφών από Χριστιανούς είναι ένας μεγάλος μύθος, δυστυχώς συχνά αναμασούμενος. Αν το σώμα λοιπόν δεν καταστράφηκε, τι απέγινε; Το πιθανότερο είναι ότι με την εδραίωση του Χριστιανισμού στην Αίγυπτο προσκυνήματα στον τάφο του Αλέξανδρου δεν θεωρούνταν πλέον πρέποντα και έτσι το σώμα του ίσως αποθηκεύτηκε σε κάποια κρύπτη μέσα ή κοντά στο κατεστραμμένο πλέον μαυσωλείο.

Η ιστορία θα μπορούσε να τελειώσει εδώ, όμως έχει και συνέχεια και μάλιστα εντυπωσιακή. Λίγο μετά την εξαφάνιση της σορού του Αλέξανδρου εμφανίζεται μια άλλη σορός, η σορός του Ευαγγελιστή Μάρκου. Είναι η εποχή που οι Χριστιανοί, σε συνέχιση αρχαίων παγανιστικών προτύπων, αρχίζουν να αποδίδουν τιμές σε λείψανα και σορούς αγίων ανθρώπων. Κάθε πόλη "έπρεπε" πλέον να έχει το λείψανο της και για την Αλεξάνδρεια το πιο κατάλληλο ήταν αυτό του Ευαγγελιστή Μάρκου, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εδραίωση των πρώτων Χριστιανικών εκκλησιών της πόλης. Υπήρχε όμως ένα διπλό πρόβλημα. Πρώτον, σύμφωνα με τις πλέον έγκυρες πηγές, ο Ευαγγελιστής Μάρκος μαρτύρησε στην Αλεξάνδρεια το 68 μ.Χ. και οι ειδωλολάτρες έκαψαν κατόπιν το σώμα του. Δεύτερον, ακόμη και αν δεν το είχαν κάψει είναι γνωστό ότι οι Χριστιανοί δεν ταρίχευαν τους νεκρούς. Οπότε λοιπόν η σορός του "Μάρκου" αποκλείεται να ήταν η πραγματική σορός του Ευαγγελιστή Μάρκου. Τότε λοιπόν ποιανού ήταν;

Η Αίγυπτος βέβαια δεν έχει έλλειψη από ταριχευμένα σώματα. Τις περισσότερες φορές όμως αυτά είναι καλά κρυμμένα σε τάφους και είναι απίθανο οι Χριστιανοί να άρχισαν τις συλήσεις τάφων για να βρουν μια σορό. Είναι πολύ πιθανότερο να βρήκαν τυχαία, ή εν γνώση την καλοδιατηρημένη σορό του Αλέξανδρου με το λευκό δέρμα και τα ξανθά μαλλιά και να την "βάφτισαν" Ευαγγελιστής Μάρκος. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποδειχθεί και παραμένει μια εικασία. Το σίγουρο είναι ότι η σορός του Αλέξανδρου χάνεται από την ιστορία στα τέλη του 4ου αιώνα και πολύ σύντομα εμφανίζεται η σορός του Ευαγγελιστή Μάρκου που δεν μπορεί να ήταν όμως του Ευαγγελιστή Μάρκου. Δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι, αλλά είναι πολύ πιθανό οι δυο σοροί να είναι στην πραγματικότητα μια, αυτή του Αλέξανδρου.

Η σορός του "Μάρκου" έμεινε στην Αλεξάνδρεια για περίπου 400 χρόνια. Το 827 μ.Χ. δυο έμποροι από την Βενετία μετέφεραν το σώμα στη Βενετία όπου και παραμένει μέχρι σήμερα σε μια κρύπτη στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου. Υπάρχει λοιπόν μια σοβαρή πιθανότητα η σορός στην κρύπτη της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου να είναι αυτή του Αλέξανδρου. Αν έχεις επισκεφθεί την Βενετία και την εκκλησία του Αγίου Μάρκου τότε ίσως να ήσουν σε απόσταση αναπνοής από τον μεγάλο αρχαίο στρατηλάτη χωρίς να το ξέρεις!

Υπάρχει τρόπος να μάθουμε αν αυτό το σενάριο αληθεύει; Ναι και όχι. Επιστημονικά, ναι. Μια προσεκτική μελέτη θα μπορούσε να επιβεβαίωση την ταυτότητα καθώς γνωρίζουμε για τραυματισμούς και άλλα χαρακτηριστικά του. Στην πραγματικότητα μάλλον όχι. Η Καθολική Εκκλησία αρνείται να δώσει άδεια για να γίνει μια τέτοια μελέτη με το σκεπτικό ότι η σορός είχε εξεταστεί οπτικά το 1815 και 1835 όχι βέβαια με σκοπό να γίνει πιθανή ταύτιση με τον Αλέξανδρο αλλά για άλλους λόγους. Το μυστήριο λοιπόν για το αν στην Βενετία υπάρχει η σορός του Αλέξανδρου ίσως παραμείνει μυστήριο για αρκετές δεκαετίες ακόμη.

Τον Νοέμβριο του 2009 το Ιταλικό περιοδικό FENIX , δημοσίευσε άρθρο της αρχαιολόγου Emanuella Karntarelli στο οποίο ζητά να γίνει έρευνα DNA στην σωρό του Αγίου Μάρκου στην Βασιλική του Αγίου στην Βενετία.


Στην πραγματικότητα  είναι η δεύτερη φορά που ζητείται κάτι τέτοιο . Την πρώτη φορά κατατέθηκε σχετικό αίτημα στην Καθολική εκκλησία το 2005 . Τότε ο επίσκοπος Έτορε Βίτο απάντησε στο αίτημα λέγοντας οτι το θέμα έχει ξεκαθαρισθεί και σε ικανοποιητικό βαθμό από το 1815 όταν τότε είχε γίνει έρευνα από τον Λεονάρντο Μανίν που δημοσίευσε διατριβή με τίτλο               '''' Ιστορικό μονόγραμμα που αφορά τη ζωή την επανατοποθέτηση και την επανακάλυψη του Ευαγγελιστή Αγίου Μάρκου προστάτη της Βενετίας.'''''


Αφορμή για αυτήν την έρευνα αποτελεί το σχέδιο που κοσμούσε το κουτί μέσα στο οποίο βρέθηκαν τα οστά του Ευαγγελιστή . Στο πάνω μέρος αυτού του κουτιού υπάρχει σύμβολο που θυμίζει έντονα το βασιλικό αστέρι της Μακεδονικής δυναστείας . 
Να υπενθυμίσουμε οτι για την μεταφορά των οστών ερίζουν αρκετές εκκλησίες με πρωτοστάτη την εκκλησία της Καππαδοκίας  η οποία θεωρεί τον Ευαγγελιστή Μάρκο ''δικό της'' καθώς θεωρεί πως τα οστά μεταφέρθηκαν από εκεί στην Βενετία μέσω κάποιων καραβανιών της αποστολής του Μάρκο Πόλο . Εξ ού και η τοποθέτηση μέσα σε κουτί με σύμβολο πεντάκτινο αστέρι που κοσμεί ( είναι αλήθεια ) πολλές από τις εκκλησίες της περιοχής ( όσες δεν έχουν καταστρέψει ακόμη τουλάχιστον οι Τούρκοι)  . Ακόμη συγκρατείστε οτι στην Καππαδοκία ονομάζουν τον Άγιο , αργυροχόο ( εξαιτίας της Αργυρής λάρνακας που φύλασσε τα οστά του )  ενώ στην Βενετία ο ΄Άγιος ονομάζεται και ασημένιος .

Πηγή 1 και 2

Η Αχειροποίητος, το αρχαίο λατρευτικό κέντρο της Εκκλησίας της Ρώμης


Η εικόνα του Χριστού Σωτήρα στη Ρώμη, γνωστή ως Αχειροποίητη

Οι περισσότεροι καθολικοί και όχι μόνο, πιστεύουν ότι το σημαντικότερο προσκύνημα στη Ρώμη είναι ο Άγιος Πέτρος στο Βατικανό και ότι αποτελεί την Μητρόπολη της αιώνιας πόλης. Κάνουν λάθος.

Ο Καθεδρικός Ναός της Ρώμης είναι η Πατριαρχική Αρχιβασιλική του Αγίου Ιωάννη στο Λατερανό, αφιερωμένη στο Χριστό Σωτήρα και στους Αγίους Ιωάννη Πρόδρομο και Ιωάννη Ευαγγελιστή. Κτίσθηκε στα χρόνια του Αγίου Κωνσταντίνου του Μεγάλου πριν την μεταφορά της πρωτεύουσας στη Νέα Ρώμη και είναι η μοναδική από τις πέντε Βασιλικές της Ρώμης στην οποία υπάρχει ο επισκοπικός Θρόνος του Πάπα. Σημειωτέον ότι στον Άγιο Πέτρο του Βατικανού δεν υπάρχει επισκοπικός θρόνος του πάπα Ρώμης.

Απέναντι από το μητροπολιτικό Ναό διασώζεται τμήμα από το παλαιό παπικό ανάκτορο στο οποίο διέμεναν οι πάπες μέχρι τον 14ο αιώνα. Στο εσωτερικό του υπάρχει το ιδιωτικό παρεκκλήσι των Παπών αφιερωμένο στον Άγιο Λαυρέντιο (Sanctus Laurentius in Palatio) γνωστό ως SANCTA SANCTORUM το οποίο ανάγεται στον 6ο αιώνα.

Η ονομασία SANCTA SANCTORUM (Άγια των Αγίων) αποτελεί αναφορά στον εσωτερικό χώρο του Ναού του Σολομώντα στα Ιεροσόλυμα όπου φυλασσόταν η κιβωτός της Διαθήκης και μόνο ο αρχιερέας μπορούσε να εισέλθει.
Πάνω από την είσοδο στην αψίδα υπάρχει η επιγραφή NON EST IN TOTO SANCTIOR ORBE LOCUS "Δεν υπάρχει ιερότερος τόπος σε όλο τον κόσμο". Στην κόγχη του παρεκκλησίου πάνω από την Αγία Τράπεζα υπάρχει μια προεικονομαχική εικόνα φτιαγμένη από κερί, γνωστή ως η Αχειροποίητη του Σωτήρα. Σύμφωνα με τον θρύλο ο άγιος Λουκάς ξεκίνησε να ζωγραφίζει την εικόνα και οι άγγελοι την ολοκλήρωσαν.
Το εσωτερικό του παπικού παρεκκλησίου

Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές η εικόνα ζωγραφίστηκε στη Ρώμη τον 5ο/6ο αιώνα ενώ κατά άλλους εστάλη ως δώρο από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο προς τον πάπα Ιωάννη Δ’ (640-642). Στο Παρεκκλήσιο τοποθετήθηκε από τον πάπα Γρηγόριο Β' το 730, όπου και παραμένει μέχρι τις μέρες μας.
Σήμερα, μόνο ελαφρά ίχνη παραμένουν από τα αρχικά υλικά της βαφής. Ο Χριστός απεικονίζεται ένθρονος ως Διδάσκαλος με φωτοστέφανο με σταυρό κρατώντας στο αριστερό χέρι το ρολό του Νόμου και ευλογώντας με το δεξί.
Η εικόνα υπέστη αρκετές αλλαγές και το πρόσωπο έλαβε τη σημερινή του μορφή όταν ο Πάπας Αλέξανδρος Γ’ (1159-1181) , τοποθέτησε πάνω από την αρχική μια καινούργια απεικόνιση ζωγραφισμένη σε μετάξι. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄(1189-1216) κάλυψε το υπόλοιπο της ιερής εικόνας με ανάγλυφο ασήμι,  ενώ άλλα διακοσμητικά στοιχεία που προστέθηκαν αργότερα άλλαξαν εντελώς την μορφή της εικόνας. Η εικόνα, καθαρίστηκε την δεκαετία του 1990 και αποκαταστάθηκε μερικώς. Οι θύρες με ανάγλυφο ασήμι που προστατεύουν την εικόνα, είναι του 15ου αιώνα. Το κουβούκλιο από μέταλλο και επιχρυσωμένο ξύλο, αντικατέστησε ένα παλαιότερο του Caradaossi (1452-1527), που χάθηκε κατά τη λεηλασία της Ρώμης από τους άγγλους το 1527.


Ήδη από την εποχή του Πάπα Σεργίου Α’ (687-701) υπάρχουν γραπτές αναφορές ότι η εικόνα περιφερόταν δημόσια κάθε χρόνο σε ορισμένες εορτές. Μάλιστα ο πάπας Στέφανος Β’ (752-757), σήκωσε την εικόνα στους ώμους του σε μια λιτάνευσή της με σκοπό να αντιμετωπίσει την απειλή εισβολής από τους Λομβαρδούς.


Κατά την διάρκεια του μεσαίωνα ο πάπας και οι επτά καρδινάλιοι επίσκοποι τελούσαν λειτουργίες στο παρεκκλήσιο και φιλούσαν ευλαβικά τα πόδια της εικόνας. Από τον ένατο αιώνα μάλιστα στην Εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ξεκινούσαν ταυτόχρονα δύο λιτανείες, η μια με την εικόνα του Σωτήρα από το Λατερανό και η άλλη με την εικόνα της Θεοτόκου “Salus Populi Romani” από τoν Ναό Santa Maria Maggiore και συναντιούνταν στο ενδιάμεσο του δρόμου που ενώνει τις δύο εκκλησίες.


Από τον 14ο αιώνα και μετά όταν το Λατερανό εγκαταλείφτηκε, η ευλάβεια προς την εικόνα έπεσε σε μερική λήθη. Πολλοί Ρωμαίοι όμως ακόμα και σήμερα τιμούν αυτή την εικόνα θεωρώντας την τελευταία ελπίδα σε καταστροφές και δύσκολες στιγμές της πόλης τους.

Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει και η Αγία Τράπεζα του παρεκκλησίου επειδή μέσα σε αυτήν φυλάσσονται τεμάχια λειψάνων όλων των πρωτομαρτύρων της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Μάλιστα παλαιότερα φυλάσσονταν και οι τίμιες κάρες των κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που μεταφέρθηκαν στο κουβούκλιο πάνω από την Αγία Τράπεζα στον Άγιο Ιωάννη το Λατερανό καθώς και η τιμία κάρα της αγίας Αγνής που μεταφέρθηκε στον ομώνυμο Ναό στην piazza Navona, τόπο του μαρτυρίου της (στάδιο του Διοκλητιανού) . Μέσα στην Αγία Τράπεζα υπήρχε επίσης τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου που έφερε η αγία Ελένη από τα Ιεροσόλυμα, επιστρέφοντας στη Ρώμη, στο παλάτι της που βρισκόταν δύο βήματα από το Λατερανό. Τεμάχια ανήκουν στους αγίους Αγαθή, Μαρκελλίνο, Φηλικίτη, Ταρκίσιο, Λαυρέντιο, Ιωάννη και Παύλο, Κοσμά και Δαμιανό κλπ. Υπάρχουν επίσης πέτρες και χώμα από τους Αγίους Τόπους που έφερναν οι προσκυνητές τους πρώτους αιώνες. Για αυτό ακριβώς το λόγο το παρεκκλήσιο δικαιολογημένα ονομάστηκε Άγια των Αγίων επειδή περιέχει ότι ιερότερο και πολυτιμότερο μπορεί να καυχηθεί η Πρεσβυτέρα Ρώμη. Αρκετές από τις λειψανοθήκες φέρουν ελληνικές επιγραφές μαρτυρώντας έτσι την εκτεταμένη χρήση της ελληνικής γλώσσας στην Ρωμαϊκή Θεία Λατρεία τους 6 πρώτους αιώνες. Μέρος των λειψάνων μεταφέρθηκαν στο Βατικανό το 1905.

Η πρόσφατη ανακαίνιση στα μέσα της δεκαετίας του 1990 έφερε στο φως μοναδικής ομορφιάς αγιογραφίες και ψηφιδωτά μιας άγνωστης ρωμαϊκής σχολής του 12ου αιώνα που φέρουν την υπογραφή του Cosmati. Μια επιγραφή με όμορφα λατινικά γράμματα μαρτυρεί ότι  MAGISTER COSMATUS FECIT HOC OPUS (ο άρχοντας Κοσμάτος έφτιαξε αυτό το έργο).
Το δάπεδο του Ναού αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα της εργασίας του Κοσμάτου. Στο θόλο του μικρού ναού μια αγιογραφία απεικονίζει τα τέσσερα σύμβολα των Ευαγγελιστών, έναν άγγελο, ένα λιοντάρι, ένα ταύρο και έναν αετό που ψέλνουν αδιάκοπα προς το Θεό.
Στους τοίχους βλέπουμε σκηνές από το μαρτύριο των αγίου Στεφάνου του Διακόνου και πρωτομάρτυρα της Εκκλησίας, το μαρτύριο των αγίων Πέτρου και Παύλου, Λαυρεντίου διακόνου και άλλων. Μαρτύρια που μετέτρεψαν τη Ρώμη σε ιερό τόπο.
Τέλος, ως αποκορύφωμα στο θόλο υπάρχει ένα πανέμορφο ψηφιδωτό με το Χριστό Παντοκράτορα μαζί με τους αγγέλους το οποίο είναι του 9ου αιώνα.
Το μαρτύριο του Αποστόλου Παύλου


Το μαρτύριο του Αποστόλου Πέτρου


τα σύμβολα των τεσσάρων ευαγγελιστών




Το μαρτύριο του Αγίου Λαυρεντίου


Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ γονατιστός ανάμεσα στους Αγίους Πέτρο και Παύλο προσφέρει στο Χριστό το παρεκκλήσιο
Ο Χριστός Παντοκράτωρ - 9ος αιώνας


Το Άγιο Μανδήλιο στον Άγιο Πέτρο του Βατικανού



Κατά αρχαία παράδοση που ανάγεται στα χρόνια του πάπα Αγίου Γρηγορίου του Μεγάλου(590-604) κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής οι Ρωμαίοι και άλλοι προσκυνητές συνάσσονται κάθε μέρα σε έναν διαφορετικό Ναό μαζί με τον επίσκοπο Ρώμης για να προετοιμαστούν εν όψει του Πάσχα. 

Πρόκειται για τις περίφημες «40 Εκκλησίες της Ρώμης» που παραμένουν ίδιες μέχρι σήμερα. Έτσι, κάθε μέρα Πάπας και πιστοί συνάσσονταν σε ένα διαφορετικό Ναό για το τελετουργικό που περιλαμβάνει τρία μέρη:

α. τις Λιτανείες των Αγίων όπως τις ξέρουμε και σήμερα

β. την Θεία Λειτουργία

γ. την προσκύνηση των ιερών Λειψάνων.

Σήμερα στη θέση του Πάπα λειτουργούν οι βοηθοί επίσκοποι Ρώμης καθώς και οι Καρδινάλιοι παρόντες στην Πόλη.

Κάθε 5η Κυριακή των Νηστειών είναι η σειρά της Πατριαρχικής Βασιλικής του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό να υποδεχθεί τους πιστούς.
Για όλη την ημέρα πάνω στην Αγία Τράπεζα εκτίθενται για προσκύνηση ότι πολυτιμότερο μπορεί να καυχηθεί ο Ναός, που είναι φυσικά τα λείψανα των αγίων Μαρτύρων της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. 
Έκθεση των ιερών λειψάνων στην Αγία Τράπεζα


Νωρίς το απόγευμα τελείται επίσημος Εσπερινός στην αρχή του οποίου ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Πρωθιερέας της Βασιλικής μαζί με όλους τους ιερείς που κρατούν τα λείψανα, και τους πιστούς, ψέλνουν της Λιτανείες των Αγίων περιφερόμενοι κυκλικά μέσα στον τεράστιο Ναό. Στη συνέχεια, επιστρέφοντας στην Κόγχη κάτω από την Καθέδρα του Πέτρου τελούν τον Εσπερινό. Στο τέλος, τρεις ιερείς ανεβαίνουν σε μια από τις τέσσερεις κολώνες που βαστάζουν τον τεράστιο τρούλο, αυτόν με το άγαλμα της Αγίας Βερονίκης και εμφανίζονται στο μπαλκόνι που βρίσκεται ακριβώς πάνω στην τεράστια κολώνα, βαστάζοντας και οι τρεις μαζί μια μυστηριώδης εικόνα, το Άγιο Μανδήλιον, με την οποία ευλογούν τρεις φορές τους πιστούς ενώ ακούγεται ο ήχος μιας καμπάνας από το εσωτερικό του Ναού. Παράλληλα, η χορωδία ψέλνει ένα αντίφωνο στα λατινικά, που έχει πολλές ομοιότητες με το Απολυτίκιο της Κυριακής της Ορθοδοξίας «Την άχραντον εικόνα Σου».



Το Πέπλο της Βερονίκης ή Sudarium, αποκαλούμενο συχνά Volto Santo, είναι ένα κειμήλιο, που σύμφωνα με τον θρύλο, αποτελεί την Αχειροποίητη αποτύπωση του Προσώπου του Ιησού.

Η πιο πρόσφατη εκδοχή του θρύλου αναφέρει ότι η αγία Βερονίκη από τα Ιεροσόλυμα συνάντησε τον Ιησού κατά μήκος της Via Dolorosa, στην πορεία προς το Γολγοθά. Όταν τον πλησίασε να σκουπίσει τον ιδρώτα (λατινικά suda) από το Πρόσωπό του με το πέπλο της, αυτό αποτυπώθηκε πάνω στο ύφασμα. Το γεγονός αυτό μνημονεύεται στην 6η στάση της Ακολουθίας του Δρόμου του Σταυρού (Via Crucis) που τελείται στους καθολικούς ναούς κατά την διάρκεια της Τεσσαρακοστής.
Δεν υπάρχει καμία γραπτή αναφορά αυτής της ιστορίας μέχρι τον Μεσαίωνα και για αυτό τον λόγο, μάλλον δεν έχει ιστορική βάση. Οι απαρχές αυτού του θρύλου βασίζονται στην ιστορία της Εικόνας του Ιησού, γνωστής ως Μανδήλιον στην Ορθόδοξη Εκκλησία και στην επιθυμία των πιστών να αξιωθούν να δουν το Πρόσωπο του Λυτρωτή τους. Κατά την διάρκεια του 14ου αιώνα η εικόνα αυτή υπήρξε σημείο αναφοράς στην Δυτική Εκκλησία και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ιστορικός των καλών τεχνών Neil Macgregor, «από τον 14ο αιώνα και έπειτα, όπου πήγαινε η Ρωμαϊκή Εκκλησία, ακολουθούσε μαζί και το πέπλο της Βερονίκης».

Δεν υπάρχει καμία αναφορά σχετικά με την Βερονίκη και το πέπλο της στα κανονικά Ευαγγέλια. Ως πλησιέστερη αναφορά θα μπορούσε να θεωρηθεί το θαύμα της γυναίκας που θεραπεύτηκε αγγίζοντας τον χιτώνα του Ιησού (Λκ 8:43-48). To όνομά της αργότερα ταυτίζεται με αυτό της Βερονίκης στις απόκρυφες «Πράξεις του Πιλάτου». Η ιστορία εμπλουτίστηκε τον 11ο αιώνα με την αναφορά ότι ο Χριστός της έδωσε ένα πορτραίτο του πάνω σε ένα ύφασμα με το οποίο η Βερονίκη αργότερα θεράπευσε τον αυτοκράτορα Τιβέριο.

Τον 13ο αιώνα ο Roger dArgenteuil στο βιβλίο του «Γαλλική Βίβλος» έδεσε αυτή την ιστορία με τα άγια Πάθη του Ιησού και την θαυματουργή εμφάνιση της εικόνας. Γύρω στα 1300,  χάρη στο έργο «Στοχασμοί πάνω στη ζωή του Ιησού» του ψευδο-Βοναβεντούρα η ιστορία αυτή έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου η απεικόνιση αλλάζει προσθέτοντας το αγκάθινο στεφάνι, αίμα και την έκφραση του πόνου. Η εικόνα πλέον είναι δημοφιλής σε όλη την Καθολική Ευρώπη και η συνάντηση του Ιησού με την Βερονίκη γίνεται μια από της στάσεις του Δρόμου του Σταυρού.

Στην Via Dolorosa στα Ιεροσόλυμα υπάρχει ένα μικρό παρεκκλήσιο, γνωστό ως παρεκκλήσιο του Αγίου Προσώπου που παραδοσιακά θεωρείται ως η οικία της Βερονίκης και τόπος του συγκεκριμένου θαύματος.

Σύμφωνα με την Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, το όνομα Βερονίκη προέρχεται από την λατινική λέξη Vera (αληθινή) και την ελληνική λέξη Εικόνα. Για αυτό τον λόγο το πέπλο της Βερονίκης κατά το μεσαίωνα θεωρούταν ως η «αληθινή εικόνα», η πιστή απεικόνιση του Ιησού, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την Ιερά Σινδόνη του Τορίνο.

Ενώ η ιστορία δεν έχει γραπτές βάσεις πριν τον μεσαίωνα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρχε μια εικόνα που εκτίθετο στη Ρώμη τους 13ο, 14ο και 15ο αιώνα που ήταν γνωστή και ετιμάτο ως Πέπλο της Βερονίκης. Παρόλα αυτά η ιστορία της συγκεκριμένης εικόνας είναι κατά κάποιο τρόπο προβληματική. 

Οι δύο πρώτες γραπτές αναφορές για την συγκεκριμένη εικόνα ανάγονται στα 1199 όταν δύο προσκυνητές ονόματι Giraldus Cambrensis και Gervase of Tilbury επισκέπτονται την Ρώμη ξεχωριστά ο καθένας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1207 ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ περιέφερε την εικόνα δημόσια σε λιτάνευση παρέχοντας λυσίποινα σε όποιον προσευχηθεί μπροστά της. Η λιτάνευση της εικόνας από τον Άγιο Πέτρο προς το Νοσοκομείο του Αγίου Πνεύματος καθιερώθηκε από τότε κάθε χρόνο και με αφορμή την περιφορά της εικόνας, το 1300 ο πάπας Βονιφάτιος Η’ ανακήρυξε το πρώτο Ιωβηλαίο. Κατά την διάρκεια αυτού του Ιωβηλαίου η εικόνα εκτίθετο δημόσια και κατέστη ως ένα από τα Mirabilia Urbis (Θαύματα της Πόλης) για τους προσκυνητές που επισκέπτονταν την Ρώμη. Για τα επόμενα 200 χρόνια,  η εικόνα, που φυλασσόταν στην παλιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου, θεωρούταν ως το πολυτιμότερο από όλα τα χριστιανικά κειμήλια. Ο Δάντης την αναφέρει στο ΧΙΙΙ άσμα στον "Παράδεισο". Ο Pedro Tafur, ένας ισπανός επισκέπτης το 1436, σημειώνει:

«Στο δεξί χέρι υπάρχει μια κολώνα, ψηλή σαν μικρό καμπαναριό και εκεί βρίσκεται το πέπλο της Βερονίκης. Όταν πρόκειται να εκτεθεί,  δημιουργείται ένα άνοιγμα στην σκεπή του Ναού, από το οποίο δύο κληρικοί κατεβαίνουν μέσα σε ένα καλάθι. Μόλις φτάσουν κάτω, με την μεγαλύτερη ευλάβεια βγάζουν από το καλάθι την εικόνα και την δείχνουν στο λαό που συρρέει. Συμβαίνει συχνά οι πιστοί να εκθέτουν σε κίνδυνο τις ζωές τους εξαιτίας της μεγάλης συρροής και του συνωστισμού»

Μετά την Λεηλασία της Ρώμης το 1527 από τους Άγγλους, ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η εικόνα καταστράφηκε. Ο Messer Unbano γράφει στη Δούκισσα του Urbino ότι η εικόνα εκλάπη. Άλλοι συγγραφείς όμως βεβαιώνουν για την συνεχιζόμενη παρουσία της εικόνας στο Βατικανό και ένας αυτόπτης μάρτυρας της λεηλασίας δηλώνει ότι οι άγγλοι στρατιώτες δεν μπόρεσαν να βρουν την εικόνα.

Μάλιστα αργότερα, το 1616, ο πάπας Παύλος Ε’ απαγόρευσε την αντιγραφή της εικόνας και το 1629 ο πάπας Ουρβανός Η’ διέταξε την καταστροφή όλων των αντιγράφων ή την μεταφορά τους στο Βατικανό με ποινή αφορισμού.

Από εκείνη την περίοδο η εικόνα εξαφανίζεται σχεδόν από την δημόσια θέα με μοναδική εξαίρεση την 5η Κυριακή των Νηστειών που εμφανίζεται για λίγα δευτερόλεπτα.

Ελάχιστες έρευνες έχουν γίνει και δεν υπάρχουν φωτογραφίες με υψηλή ανάλυση. Μόνο το 1907 επετράπη στον Ιησουίτη ιστορικό των καλών τεχνών Joseph Wilpert να πλησιάσει την εικόνα, αφαιρώντας δύο στρώματα γυαλιού. Ο ίδιος σχολίασε ότι είδε μόνο "ένα τετράγωνο κομμάτι με ανοιχτόχρωμο υλικό, κάπως ξεθωριασμένο από τα χρόνια, που φέρει  δύο ελαφρώς καφέ λεκέδες με σκουριά, που συνδέονται το ένα στο άλλο"

Εξαιτίας της απόστασης που εκτίθεται, κανείς δεν μπορεί να δει την εικόνα καθαρά και το μόνο που φαίνεται είναι το σχήμα του εξωτερικού πλαισίου.
Το συγκεκριμένο κειμήλιο δεν πρέπει να συγχέεται με το Μανδήλιον της Έδεσσας που λεηλατήθηκε από τους σταυροφόρους κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 και μεταφέρθηκε στη Saint Chapelle στο Παρίσι και από όπου δυστυχώς εξαφανίστηκε κατά την διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης το 1789.

Τέλος δεν πρέπει να συγχέεται ούτε με ένα άλλο Μανδήλιο που φυλάσσεται στο Παρεκκλήσιο της Ματθίλδης στο Βατικανό αλλά εκτίθεται κατά καιρούς σε διάφορες διεθνείς εκθέσεις με τελευταίες την Γερμανική Expo 2000 αλλά και μια έκθεση στο Βρετανικό Μουσείο το 2011.